Διατροφικές διαταραχές – Ανορεξία και Βουλιμία

(Δεν) Τρώω άρα υπάρχω

Τι είναι το φαγητό; Κάποιες από τις αναμενόμενες απαντήσεις είναι ότι αποτελεί μέσο επιβίωσης, εξασφάλισης υγείας και ευεξίας, αναγκαιότητα, απόλαυση. Παράλληλα, κατά εξίσου σχετικό τρόπο ορίζεται το πολύ και το λίγο, το νόστιμο και το απεχθές, το υγιεινό και το ανθυγιεινό, αλλά και το ιερό ή το μιασμένο, αναφορικά με θρησκευτικές απαγορεύσεις σχετικά με την κατανάλωση ή όχι τροφών που λειτουργούν ως ιερά σύμβολα στην κουλτούρα ενός λαού. Όλες όμως οι πιθανές απαντήσεις, παρά την ποικιλία τους, συγκλίνουν σε ένα σημείο – την αναγκαιότητα της τροφής για την επιβίωση.

Όταν το αυτονόητο παύει να ισχύει

Η διαταραχή, η δυσλειτουργία, η πάθηση ή όπως αλλιώς επιλέγει κανείς να την ονομάσει, ειναι η κατάσταση όπου η κατανάλωση ή η φιλοσοφία απέναντι στην κατανάλωση του φαγητού αποκλίνει από τον στόχο της επιβίωσης ή λειτουργεί παραβιαστικά ως προς αυτόν. Είμαστε τότε αντιμέτωποι με το γιατί ως προς το «πολύ λίγο» (ανορεξία), ή ως προς το «πάρα πολύ» (βουλιμία), ή ως προς το «τι σε υπερβολή» (ορθοφαγία) αλλά και σε όλες τις μικρές παραλλαγές αυτών των καταστάσεων που προσδιορίζουν την παθογένεια.
Η συζήτηση γύρω από τις διατροφικές διαταραχές έχει έρθει στο προσκήνιο τα τελευταία μόλις χρόνια καθώς οι μελέτες γύρω από την αιτιολογία εμφάνισής της επικεντρώνονται στην επίδραση των προτύπων ομορφιάς και διαβίωσης που πρεσβεύει ο δυτικός πολιτισμός. Είναι λοιπόν αναμενόμενο να αιφνιδιάζει η διαπίστωση ότι οι πρώτες αναφορές για τη νευρική ανορεξία ανάγονται αρκετά χρόνια πριν, στα τέλη του 19ου αιώνα, με αναφορές σε όρους όπως «υστερική ανορεξία», (Lasegue, 1873/Gull 1874) με τον οποίο περιγράφεται η απώλεια όρεξης χωρίς ξεκάθαρη γαστρική αιτία, με αιτιάσεις που ακουμπούν τη φυσιολογία του εγκεφάλου και την αρχική αναγνώριση της καταστασης ως αποκλειστικά γυναικεία , με τη νευρογενή βουλιμία να ακολουθεί λίγα χρόνια μετά (Janet, 1903).

Τι είναι η νευρογενής ανορεξία;

Τα κύρια συμπτώματα, όπως αποτυπώνονται στα επίσημα διαγνωστικά εγχειρίδια (DSM/ICD) αφορούν τη σταδιακή αλλά σημαντική απώλεια βάρους, το οποίο είναι χαμηλότερο από το αναμενόμενο με βάση την ηλικία και το ύψος του ατόμου. Η απώλεια επιτυγχάνεται με αποφυγή «παχυντικών τροφών» ενώ το άτομο διατηρεί μια διαστρεβλωμένη εικόνα του σώματός του σε σχέση με το πραγματικό του βάρος και διακατέχεται από διαρκή φόβο ότι θα παχύνει.

Στην ουσία, το άτομο διατηρεί μια παραποιημένη σχέση με το φαγητό το οποίο δεν εκλαμβάνεται ως αναγκαίο και επιθυμητό αλλά ως επικίνδυνο και βλαπτικό και επομένως αποφεύγεται με τίμημα ένα σώμα που υποσιτίζεται και υπολειτουργεί. Η διαστρεβλωμένη σχέση προς το φαγητό συμβαδίζει με μια εξίσου διαστρεβλωμένη αντίληψη των αναγκών και λειτουργιών του σώματος. Η πείνα αλλά και άλλες αισθήσεις όπως το κρύο, η ή κόπωση δεν αναγνωρίζονται από το άτομο, που χάνει την ικανότητα να αξιολογεί και να προσφέρει στο σώμα του αυτό που χρειάζεται.

Η κατανόηση της δυσκολίας στη σχέση με το φαγητό είναι άμεσα συνδεδεμένη με την κατανόηση της λειτουργίας της τροφής ως σημείο ανταλλαγής συναισθημάτων και επικοινωνίας. Όταν μια ανάγκη ή ένα συναίσθημα δεν έχει την ευκαιρία να εκφραστεί ή δεν συνειδητοποιείται, ενίοτε η διαχείρισή του πραγματοποιείται συμβολικά, κάποτε και μέσω της τροφής. Στην περίπτωση αυτή, μια φυσιολογική λειτουργία όπως η πείνα αποσυνδέεται από τις σωματικές αισθήσεις και μετατρέπεται σε τρόπο χειρισμού του περιβάλλοντος ή των ανεπεξέργαστων συναισθημάτων που το άτομο βιώνει. Ο ψυχολόγος στοχεύει στο να βοηθήσει το άτομο να συνειδητοποιήσει τη διαστρεβλωμένη σχέση που συντηρεί αναφορικά με το φαγητό, η οποία, αφού  διαπιστωθεί χρειάζεται να επαναδομηθεί ως ανάγκη, επιλογή, απόλαυση, και όχι ως μέσο συναισθηματικής διαχείρισης.

Αν και η οργανική απορρύθμιση πολλές φορές κινδυνεύει να επικεντρώσει την προσοχή του περιβάλλοντος στην σωματική επιβίωση, που με απελπισμένες προσπάθειες πασχίζει να «πείσει» το άτομο για το αυτονόητο του να φάει, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι το πνεύμα νοσεί εξίσου και πιθανόν κατά προτεραιότητα. Αυτό που για τους περισσότερους είναι το δεδομένο, στην συγκεκριμένη περίπτωση έχει ανατραπεί, και είναι ακριβώς αυτή η αντιστροφή της λογικής που προκαλεί σύγχυση και συχνά φέρνει σε απόγνωση τα άτομα του κοντινού περιβάλλοντος που αισθάνονται ότι αποτυγχάνουν στο πιο απλό και δεδομένο, στο το να πείσουν τον ασθενή να φάει.
Επομένως η υποστήριξη είναι πολυεπίπεδη και αφορά το ίδιο το άτομο τόσο οργανικά όσο και ψυχικά – αλλά εξίσου και προς το άμεσο περιβάλλον που επιβαρύνεται πολλαπλώς από έντονα συναισθήματα θυμού και απόγνωσης. Μάλιστα, συχνά τα κοντινά πρόσωπα λειτουργούν άθελά τους ως φορέας των συναισθημάτων που ο ασθενής δυσκολεύεται να εξωτερικεύσει και κατά συνέπεια προβάλλει προς τον περίγυρο. Επομένως η παρέμβαση του ψυχολόγου προσανατολίζεται εξίσου στο δίκτυο των σχέσεων με τα πρόσωπα του στενού περιβάλλοντος τα οποία χρειάζονται υποστήριξη ώστε να κατανοήσουν τις δυσκολίες του ατόμου αλλά και τους δυσλειτουργικούς τρόπους συσχετισμού που συχνά υιοθετούν, και οι οποίοι συντηρούν ή επιδεινώνουν τις δυσκολίες του ασθενή.

Η καλλιέργεια επιείκειας, η αποκατάσταση της επαφής με το σώμα και τις ανάγκες του αποτελούν βασικούς στόχους της ψυχολογικής παρέμβασης. Όταν το άτομο κατορθώσει να διακρίνει ανάμεσα στο θέλω και στο πρέπει, να κατανοεί καλύτερα τα σημεία που το δυσκολεύουν στη σχέση με τον περίγυρο αλλά και με τον εαυτό του καθώς και να αντιληφθεί με ποιόν τρόπο αυτά έχουν δομηθεί πάνω σε πρωταρχικές εμπειρίες και βιώματα στη σχέση του με τους σημαντικούς άλλους, τότε η σχέση με το φαγητό μπορεί να αποκτήσει και για εκείνο το αναγκαίο αυτονόητο που έχει (για λίγο) χαθεί.

Στον αντίποδα, αλλά ίσως όχι και τόσο μακρυά, περισσότερο στο άλλο άκρο του ίδιου συνεχούς, βρίσκεται η (ψυχογενής) βουλιμία. Εδώ το «πολύ» της κατανάλωσης τροφής βρίσκεται μεν στο άλλο άκρο σε σχέση με το «ελάχιστα» ή «καθόλου» της ανορεξίας, ωστόσο και αυτό είναι αποτέλεσμα μιας στρεβλής σχέσης με την τροφή και χρησιμοποιείται με παρόμοιο τρόπο: ακυρώνοντας την ευχάριστη που φέρνει η ικανοποίηση της πείνας, παράλληλα με την απόλαυση που προσφέρει η κατανάλωση της τροφής, λειτουργεί ως μέσο παραβίασης του σώματος και χειρισμού μη εκφρασμένων συναισθημάτων και επιθυμιών.

Χαρακτηριστικά

Τα άτομα που πάσχουν από βουλιμία έχουν συνήθως φυσιολογικό ή αυξημένο σωματικό βάρος (σε αντίθεση με τα άτομα με ανορεξία). Παρουσιάζουν συχνά μεγάλες διακυμάνσεις λόγω της συχνής πρόσληψης και απώλειας κιλών αλλά και της δυσκολίας τους να διατηρήσουν ένα τακτικό πρόγραμμα γευμάτων. Η συμπεριφορά τους προς το φαγητό χαρακτηρίζεται από εκδήλωση επεισοδίων υπερφαγίας που συνεπάγονται την κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων φαγητού, (περιγράφεται ως σαφώς μεγαλύτερη απ’ όσο θα μπορούσαν να φάνε οι περισσότεροι άνθρωποι στο χρόνο αυτό και υπό παρόμοιες συνθήκες), σε μια μικρή περίοδο χρόνου. Όπως προαναφέρθηκε, η τροφή καταναλώνεται παρότι το άτομο δεν αισθάνεται πείνα, και με σχετικά μεγάλη ταχύτητα. Επομένως το άτομο καταπίνει ή καταβροχθίζει την τροφή χωρίς να απολαμβάνει. Η αίσθηση του γεμάτου στομάχου προκαλεί δυσαρέσκεια και λόγω της μεγάλης ποσότητας που καταναλώνεται «αρπαχτά» αλλά και λόγω του συναισθήματος της ενοχής που βιώνεται τη στιγμή της βρώσης. Τα επεισόδια υπερφαγίας, συχνά εναλλάσσονται με αντιρροπιστικές συμπεριφορές ενάντια στη διατροφική απόκλιση, όπως η προσφυγή στη λεγόμενη «κάθαρση» μέσω πρόκλησης εμετού ή χρήσης καθαρτικών, ή ασκητικής δίαιτας προκειμένου να εξισορροπηθεί η υπερβολική κατανάλωση.

Μηχανισμός βουλιμίας

Η βουλιμική κατανάλωση τροφής συνίσταται σε τελετουργικά επαναλαμβανόμενες πράξεις που ξεκινούν από μια δυσφορική κατάσταση που ακολουθείται από μια ακραία κατανάλωση φαγητού. Το άτομο βιώνει έναν έντονο φόβο ότι θα παχύνει και ένα παράλληλο αίσθημα ενοχής ότι αφέθηκε στην απαγορευμένη επιθυμία της κατανάλωσης, που αναγκαία ακολουθείται από καθαρτική συμπεριφορά (π.χ. εμετός) ή αυστηρό περιορισμός της τροφής, σε μια ύστατη προσπάθεια εξιλέωσης και αποκατάστασης του διατροφικού «παραπτώματος». Συνεπώς, το επεισόδιο τελειώνει συνήθως μέσα σε μια συναισθηματική κατάσταση αμφιθυμίας – ανακούφισης και ντροπής.
Η αυστηρότητα αλλά και τα καταναγκαστικά σχήματα στη συμπεριφορά, με έντονη τάση για έλεγχο στις σχέσεις με τους άλλους αλλά και προς τον εαυτό, είναι στοιχεία που χαρακτηρίζουν το άτομο που νοσεί. Διακρίνεται από έναν απόλυτο τρόπο σκέψης, μια ακαμψία, χωρίς ενδιάμεσες διαβαθμίσεις, όπου επικρατεί η λογική του «όλα ή τίποτα». Συνεπώς το άτομο με βουλιμική συμπεριφορά απαιτεί από τον εαυτό του τηρήσει ένα αυστηρό πρόγραμμα δίαιτας με στόχο την απώλεια βάρους, ωστόσο η παραμικρή παρέκκλιση ακυρώνει εντελώς την όλη προσπάθεια και το άτομο οδηγείται στην υπερφαγία ως αυτο-επιβαλλόμενη τιμωρία για την μικρή παρασπονδία. Επικρατούν η απόλυτη αυστηρότητα προς το σώμα, η πλήρης έλλειψη επιείκειας ως προς το λάθος, η χαμηλή αυτό εκτίμηση και η αίσθηση υποαπόδοσης όχι μόνο σε σχέση με την διατροφή αλλά και στους υπόλοιπους τομείς της ζωής. Τίθενται πολύ υψηλές απαιτήσεις απόδοσης και ελέγχου σε σχέση με τον εαυτό αλλά και τους άλλους και όταν αυτές αποτυγχάνουν (γεγονός συχνά αναπόφευκτο) επισύρεται «τιμωρία» μέσο της τροφής, η κατανάλωση της οποίας δεν είναι συνυφασμένη με την ικανοποίηση αλλά με την ενοχή, το σφάλμα. Συγχρόνως, η απώλεια βάρους δεν είναι ποτέ αρκετή, ο στόχος πάντα απομακρύνεται, ενίοτε και σαμποτάρεται με τις κρίσεις υπερφαγίας.
Ως προς την αιτιολογική προσέγγιση της εμφάνισης της διαταραχής, ένα κομμάτι της ερμηνείας ακουμπά και στην κοινωνική της διάσταση, με αναφορά στα δυτικού τύπου πρότυπα ομορφιάς αλλά και σε κοινωνικά εδραιωμένα στερεότυπα συμπεριφορών και ρόλων αναφορικά με τις γυναίκες.
Πολλαπλά μηνύματα κατακλύζουν καθημερινά τα μέσα, με αναφορές σε συχνά αντιφατικούς ρόλους που οι γυναίκες (ενίοτε και οι άντρες) -πρότυπα των διαφημίσεων εκπληρώνουν στο ακέραιο. Οι παράλληλοι ρόλοι της καλής μητέρας, όμορφης και περιποιημένης σαν μοντέλο, που κατορθώνει να είναι καλή σύζυγος, επιθυμητή ερωμένη, επιτυχημένη επαγγελματίας και συνάμα παραδοσιακή νοικοκυρά, αυξάνουν σε υπεράνθρωπο βαθμό τις προσδοκίες των γυναικών από τον εαυτό τους σε σχέσεις με τις απαιτήσεις που οι ίδιες έχουν αλλά και φαντάζονται ότι οι άλλοι διατηρούν για εκείνες ώστε να εκπληρώνουν επαρκώς τον ρόλο τους.
Γίνονται συχνά αποδέκτες σχολιασμού του σωματικού τους βάρους, ενώ καλούνται να διαχειριστούν αντιφάσεις και παράδοξα στη σχέση με το φαγητό, που δομούνται από πολύ νωρίς, στα πλαίσια της οικογένειας, με την συναίνεση της κοινωνίας. Το πέρασμα από την αρχική αγωνία ως προς το αν ένα παιδί έχει φάει αρκετά, με έμφαση στο τάισμα, με προσπάθειες πειθούς και εξαγοράς προκειμένου να φάει περισσότερο, αντικαθίσταται, με την είσοδο στην εφηβεία από την αντιστροφή της αγωνίας και την έμφαση στο λιγότερο φαγητό και με τη συνακόλουθη ανησυχία να μην παχύνει. Η ενασχόληση πλέον δεν αφορά το να πεισθεί να φάει αλλά στο πώς να φάει λιγότερο. Και στο μεταξύ έχει χάσει την ευκαιρία να αποφασίζει για το εαυτό του, να αναγνωρίζει την ανάγκη και να ανταποκρίνεται σε αυτήν χωρίς να πρέπει να παλέψει για αυτό ή να συμβουλευτεί όσους «ξέρουν» καλύτερα από το ίδιο.
Ο ενήλικας λοιπόν, με τη βοήθεια του ψυχολόγου, καλείται με αφορμή την ασθένειά του να αναλάβει την ευθύνη γι’ αυτό που χρειάζεται και επιθυμεί αποκαθιστώντας τη σχέση του με την τροφή, και κατ’επέκταση, με τον εαυτό του.

Φώνη Τζιτζιμίκα, Ψυχολόγος