Από όλες τις ημέρες της εβδομάδας η Κυριακή είναι περισσότερο χρωματισμένη με ανάμεικτα συναισθήματα, αυτό που με ψυχολογικούς όρους συνηθίζουμε να αποκαλούμε αμφιθυμία. Αν και θεωρείται η μέρα του διαλείμματος, της ξεκούρασης από την εργασία, της βόλτας και της χαλάρωσης, την ίδια στιγμή σηματοδοτεί το πέρασμα από την παύση του Σαββατοκύριακου στους απαιτητικούς ρυθμούς της εβδομάδας, γεγονός που τη συνδέει με ένα αίσθημα θλίψης. Ένα συναίσθημα γνώριμο, κοινά αποδεκτό και αναγνωρίσιμο που μπορεί κανείς να ανακαλέσει σαν βίωμα των παιδικών του χρόνων, απόρροια της μελαγχολικής διάθεσης που συχνά συνόδευε τη μέρα αυτή καθώς υπενθύμιζε το τέλος των ανέμελων στιγμών του Σαββατοκύριακου, αναγγέλλοντας την έλευση της Δευτέρας και επιβάλλοντας άχαρες διαδικασίες όπως την ολοκλήρωση του διαβάσματος ή τον ύπνο σε συγκεκριμένη ώρα, ενόσω τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας απολάμβαναν το προνόμιο να παραμένουν ξύπνιοι.
Στο ξεκίνημα του έργου «Αναζητώντας το χαμένο χρόνο», ο Marsel Proust περιγράφει τη λειτουργία της μνήμης των αισθήσεων μέσα από την εμπειρία της γεύσης από τα αγαπημένα κουλουράκια μαντλέν που ταξιδεύουν τον ήρωα πίσω στο χρόνο, πλημμυρίζοντάς τον με τα ίδια συναισθήματα που βίωνε όταν τα έτρωγε ως παιδί. Με έναν παρόμοιο τρόπο, το άκουσμα της μελωδίας των τίτλων της εκπομπής «Αθλητική Κυριακή» που προβαλλόταν για δεκαετίες τα Κυριακάτικα βράδια, ξαναζωντανεύει για πολλές γενιές το αίσθημα της μελαγχολίας που έφερνε το κλείσιμο της μέρας, τη θλίψη που σήμαινε το τέλος του Σαββατοκύριακου.
Πως γίνεται ένα συναίσθημα τόσο παιδικό να αναβιώνει στην ενήλικη ζωή, που έχει τυπικά απαλλαγεί από τους περιορισμούς της παιδικής ηλικίας που φαίνεται ότι το προκαλούσαν? Γιατί παραμένει τόσο ζωντανό στο μυαλό μας? Μήπως τελικά η θλίψη αυτή αφορά κάτι πιο προσωπικό, πιο βαθύ από την απογοήτευση της λήξης του Σαββατοκύριακου που συνεπάγεται η Κυριακή?
Η ψυχολογία αναζητά συχνά απαντήσεις αναφορικά με την προέλευση συναισθημάτων που βιώνουμε επαναλαμβανόμενα στην ενήλικη ζωή. Η θλίψη που προκύπτει με αφορμή κάτι που τελειώνει, αποτελεί ένα από αυτά. Πρόκειται για ένα γνώριμο συναίσθημα, που μας ακολουθεί από την παιδική ηλικία καθώς είναι συνδεδεμένο με την αγωνία που συνηθίζαμε να βιώνουμε με αφορμή τον αποχωρισμό από οτιδήποτε αγαπημένο, από όμορφες στιγμές, από ευχάριστες καταστάσεις. Αλλά κυρίως από τα σημαντικά πρόσωπα, ιδιαίτερα στις πρώτες περιόδους της ζωής μας όπου η αγωνία για το αν η σχέση χάνεται όταν ο γονιός απομακρύνεται και η ανάγκη επιβεβαίωσης ότι η φυσική απουσία δεν συνεπάγεται την οριστική απώλειά του, δεν ήταν πάντα αυτονόητη ή εξασφαλισμένη.
Το κατακλυσμιαίο συναίσθημα του αποχωρισμού και τις συνέπειές του για την διαμόρφωση του ψυχισμού, περιγράφει ο Freud στο έργο του «Πέραν της αρχής της ηδονής», με αφορμή το παιχνίδι του 18μηνου εγγονού του Ernst, ο οποίος συνήθιζε να πετάει έξω από την κούνια του ένα καρούλι τυλιγμένο με βαμβάκι, αναπαράγοντας το επιφώνημα «οο» κάθε φορά που το πετούσε μακριά και «αα» όταν η μητέρα του, του το ξαναέφερνε. Ο Freud υπέθεσε ότι τα επιφωνήματα αυτά αντιστοιχούσαν στις λέξεις “fort” που σημαίνει «πάει» και “da” που σημαίνει «να το». Διαπίστωσε ότι το παιχνίδι αυτό είχε έναν επαναλαμβανόμενο χαρακτήρα, με την απομάκρυνση του αντικειμένου να μην προκύπτει «τυχαία». Υπέθεσε λοιπόν ότι επρόκειτο για μια σκόπιμη απώλεια και επανεύρεση, η οποία συνιστούσε για το παιδί μια συμβολική αναπαράσταση της επιθυμίας του να ελέγξει την αιφνιδιαστική απομάκρυνση/απώλεια των γονιών του μετατρέποντάς την σε μια συνθήκη όπου το ίδιο αποκτούσε συμβολικά τον έλεγχό της, με το να την προκαλεί. Η ικανοποίηση που επιδείκνυε μέσα από τα επιφωνήματά του ήταν απόρροια της ικανότητάς του να διαχειριστεί συμβολικά το άγχος αποχωρισμού που του προκαλούσε αυτή η απουσία, καθώς κατόρθωνε να μετατρέψει τη δυσάρεστη και ανεξέλεγκτη συνθήκη σε ελεγχόμενη και γι’ αυτό πιο ευχάριστη. Στην ουσία, μέσα από την ερμηνεία του παιχνιδιού του εγγονού του, ο Freud μίλησε για την τάση του ατόμου να επαναλαμβάνει, να προκαλεί ξανά και ξανά μια δυσάρεστη κατάσταση που έχει βιώσει στο παρελθόν προκειμένου να ελέγξει το άγχος που αυτή επιφέρει (καταναγκασμός της επανάληψης).
Το συναίσθημα της θλίψης απέναντι σε καθετί που τελειώνει μοιάζει λοιπόν να έχει άμεση αναφορά σε ένα παλαιότερο, πιο αρχικό άγχος που προκαλεί ο φόβος της απώλειας. Σε μια περίοδο της ζωής όπου τα πρόσωπα και οι σχέσεις δεν είναι ακόμα τόσο σταθερά ώστε η απουσία τους από το οπτικό πεδίο να μην συνεπάγεται τον κίνδυνο της εξαφάνισής τους, το συναίσθημα της θλίψης που προκαλεί η απομάκρυνσή τους, τείνει να αφήνει το στίγμα του στην μετέπειτα ζωή, να ξαναεμφανίζεται με αφορμή μικρούς ή μεγαλύτερους αποχωρισμούς, ακόμη και αν η λογική δεν δικαιώνει την αναβίωσή του με την ίδια ένταση. Ακριβώς όπως το παιδί βιώνει το φόβο της τελεσίδικης απομάκρυνσης, καθώς η απουσία του κηδεμόνα εκλαμβάνεται ως μια οριστική και μη επανορθώσιμη απώλεια, σαν ο κηδεμόνας να μην επρόκειτο να ξαναεπιστρέψει, έτσι και η μελαγχολία της Κυριακής είναι συχνά επιφορτισμένη με μια αίσθηση οριστικής απώλειας, ένα «πένθος», σαν να μην επρόκειτο να ακολουθήσει άλλη αργία ή Σαββατοκύριακο, άλλες διακοπές ή διαλείμματα.
Η θλίψη της Κυριακής μοιάζει σαν μια αφορμή ώστε να αναδυθεί ένα βαθύτερο συναίσθημα που αφορά παλαιότερες απώλειες. Αντίστοιχα και η ένταση με την οποία την αισθανόμαστε είναι πιθανόν συνάρτηση του τρόπου που έχουμε βιώσει στο παρελθόν αλλά και που έχουμε – ή δεν έχουμε – επεξεργαστεί τις απώλειες μας. Γι’ αυτό και όταν την «ξανασυναντάμε» στην ενήλική ζωή μοιάζει κάποιες φορές αταίριαστη, σχεδόν ακατανόητη, καθώς η λογική δυσκολεύεται να την ταιριάξει με τη συνθήκη που την προκαλεί. Με αφορμή τα συναισθήματά μας, είμαστε τότε αντιμέτωποι με ένα ξάφνιασμα, ενδεχομένως γιατί αγνοούμε αρκετά από όσα μας ορίζουν. Η τυχαία ανάδυσή τους και η διαθεσιμότητά μας στο να τα παρατηρήσουμε συνιστούν ενίοτε ευκαιρία να ανακαλύψουμε και να κατανοήσουμε περισσότερα για όσα μας αφορούν, να επεξεργαστούμε όσα μοιάζουν να έχουν μείνει σε εκκρεμότητα. Όχι με στόχο να τα εξαφανίσουμε οριστικά, να τα απαλείψουμε από τη μνήμη μας, αλλά για να τα αποδυναμώσουμε, έτσι ώστε όταν ξαναπροκύπτουν μέσα από αφορμές της καθημερινότητας να μην μας κατακλύζουν. Να αποτελούν απλά μια μακρινή, γλυκιά ή πικρή ανάμνηση, όπως ακριβώς ταιριάζει σε καθετί που αποτελεί κομμάτι της ιστορίας μας.
Φώνη Τζιτζιμίκα, Ψυχολόγος
Βιβλιογραφία
Freud, S. (1920). Beyond the pleasure principle. Standard Edition Vol. 18 (pp. 7– 64). London: Hogarth Press, 1955.
Προυστ, Μ. (2011). Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο. Εκδόσεις Εστία.
Πρώτη δημοσίευση: Άρθρο στο Arts&Antiques CCR