Γενικές γραμμές διαχείρισης
Τα παιδιά θέτουν διαρκώς ερωτήσεις και οι γονείς συχνά αναρωτιούνται πως και αν πρέπει να απαντήσουν. Αν και η ειλικρίνεια είναι ο χρυσός κανόνας, ωστόσο δεν είναι πάντα εφικτή, ειδικά όταν αφορά ερωτήματα όπου οι απαντήσεις δεν είναι ξεκάθαρες ακόμη και για τους ίδιους τους ενήλικες, όπως στην περίπτωση του θανάτου. Είτε προκύπτουν ως γενική απορία, πολύ περισσότερο δε όταν σχετίζονται με την απώλεια κάποιου αγαπημένου, οι ερωτήσεις των παιδιών αποτελούν συχνά ταμπού καθώς, μαζί με όποιον άλλο δισταγμό, φέρνουν τους γονείς αντιμέτωπους με τη δυσκολία να μιλήσουν για ένα τραγικό γεγονός που και οι ίδιοι δεν έχουν κατανοήσει, πόσο μάλλον αποδεχτεί. Η συχνά αυθόρμητη αντίδραση να προστατέψουν τα παιδιά αποκρύπτοντας την πληροφόρηση για το δραματικό γεγονός, συγχρόνως αντανακλά τη δική τους ανάγκη να αμφισβητήσουν και να ακυρώσουν τη δυσάρεστη πραγματικότητα, διατηρώντας την ψευδαίσθηση ότι ίσως τα πράγματα δεν είναι τόσο τελεσίδικα όσο φαίνονται. Ωστόσο, η ελλιπής πληροφόρηση ή η παραπληροφόρηση επιτείνει τη σύγχυση καθώς αφήνει τα παιδιά εκτεθειμένα σε απορίες και συναισθήματα πρωτόγνωρα, που αδυνατούν να επεξεργαστούν χωρίς την υποστήριξη του ενήλικα.
Πόσο άγνωστη είναι ωστόσο η έννοια του θανάτου για τα παιδιά; Είναι γεγονός ότι μέσα από τα στάδια της ανάπτυξης και τις εμπειρίες που συνεπάγεται βιώνουν από νωρίς τον αποχωρισμό στη σχέση τους με τους γονείς ή με άλλα αγαπημένα πρόσωπα και αντικείμενα του περιβάλλοντος. Από τη γέννησή τους, η επαφή με το στήθος/τάισμα εισάγει την έννοια του αποχωρισμού. Μέσω της φαντασίωσης ότι το στήθος/θηλή τους ανήκει, έρχονται σταδιακά αντιμέτωπα με τη συνειδητοποίηση ότι δε βρίσκεται στον απόλυτο έλεγχό τους, μιας και δεν είναι πανταχού παρόν όταν το επιθυμούν. Αντίστοιχα βιώνουν τον αποχωρισμό σε σχέση με τη μητέρα/τον κηδεμόνα ως φυσική παρουσία ο οποίος, αν και επιστρέφει, ωστόσο μέσα από την απουσία του, επιβάλλει να διαπραγματευτούν την αναστάτωση και την ένταση που αυτή δημιουργεί, είτε προκύπτει στη διάρκεια της μέρας είτε και κατά τη νύχτα, όταν το παιδί καλείται να κοιμηθεί μόνο του, μακριά από την αγκαλιά του γονιού. Στην πρώτη επαφή με τον παιδικό σταθμό, μακριά από τους γονείς και την ασφάλεια του οικογενειακού περιβάλλοντος αντιμετωπίζουν αποχωρισμούς που μπορεί να αφορούν την αλλαγή μιας δασκάλας που αντικαθίσταται από μια άλλη, την πιθανή αλλαγή του σχολείου, που μπορεί εξίσου να συνδυάζεται με αλλαγή γειτονιάς, κατοικίας ή πόλης όταν προκύπτει ανάγκη. Επιπλέον, η σχολική εμπειρία επιβάλλει τους αποχωρισμούς του κλεισίματος της σχολικής χρονιάς, ή του τέλους των καλοκαιρινών διακοπών, καθώς και τη μετάβαση από μια σχολική βαθμίδα σε άλλη. Κατανοούμε επομένως ότι κάθε μία από τις παραπάνω μεταβάσεις σηματοδοτεί και μια απώλεια σε σχέση με μια συνήθεια, με νέα πρόσωπα, γείτονες, φίλους, συμμαθητές, δασκάλους που χάνονται στην πορεία και που επιβάλλει ένα νέο τρόπο συσχετισμού ως προς τα πρόσωπα, τις απαιτήσεις και τους νέους ρόλους που τίθενται λόγω της νέας κατάστασης σε κάθε επόμενο στάδιο εξέλιξης, σε κάθε καινούριο πλαίσιο.
Η απώλεια για το παιδί είναι μια εμπειρία που προκύπτει εξίσου στη σχέση του με ένα αντικείμενο που χαλάει, ή σε σχέση με ένα αγαπημένο ζωάκι που χάνεται και δεν επιστρέφει, που κινδυνεύει να πεθάνει, ή που τελικά πεθαίνει από αρρώστια ή ατύχημα. Ακόμη και οι σημαντικές αλλαγές στη δομή της οικογένειας μπορεί να είναι συνυφασμένες με την έννοια της απώλειας όπως στην περίπτωση της γέννησης ενός παιδιού που σηματοδοτεί για το μεγαλύτερο την αλλαγή της θέσης που κατείχε μέχρι τότε στη σχέση με τους γονείς του, της προσοχής και των προνομίων, της αποκλειστικότητας, εν τέλει της αγάπης που μονοπωλούσε και την οποία θα πρέπει πλέον να μοιράζεται με κάποιον άλλον. Κάθε μεγαλύτερο παιδί πρέπει να παραχωρήσει τη θέση που κατείχε αποδεχόμενο τη νέα ισορροπία. Ο D. Winnicott (1951) μίλησε για τη σημασία του μεταβατικού αντικειμένου που επιτρέπει στα παιδιά από πολύ νωρίς να αντιμετωπίσουν τις απώλειες μέσα από τη χρήση ενός αντικειμένου, που επιτρέπει τη διαπραγμάτευση του αποχωρισμού και διευκολύνει το πέρασμα από το “μαζί με”, στο “χωρίς”. Οι εμπειρίες της καθημερινότητας συνιστούν ευκαιρία για το παιδί να θέσει ερωτήσεις, να σκεφτεί και να διαχειριστεί τα συναισθήματα που προκαλεί μια μόνιμη αλλαγή, να ακολουθήσει ένα τελετουργικό αποχωρισμού ώστε να μεταβεί από τη θλίψη στην αναζήτηση νέων αντικειμένων αγάπης, έμψυχων ή μη. Πρόκειται για διαδικασίες αναγκαίες, που λειτουργούν σαν πρόγευση, και με έναν τρόπο προετοιμάζουν για το ενδεχόμενο ενός μόνιμου αποχωρισμού, όπως στην περίπτωση του θανάτου.
Πώς μπορεί να διαχειριστεί ο γονιός ένα παιδί που έρχεται αντιμέτωπο με το θάνατο; Ο ψυχολόγος μπορεί να τον κατευθύνει κατάλληλα: με απλές έννοιες να μιλήσει γι’ αυτό που συνέβη, ώστε να έχει και εκείνο την ευκαιρία να θρηνήσει την απώλεια και να επεξεργαστεί τα συναισθήματα που του προκαλεί. Οι ερωτήσεις που τίθενται και οι απαντήσεις που δίνονται είναι αναγκαίες καθώς παρέχουν το απαραίτητο πλαίσιο ώστε να ανταπεξέλθει συναισθηματικά στο τραγικό γεγονός. Δεν αποκρύπτουμε το συμβάν, δεν λέμε ψέματα, δεν ξεγελάμε. Απεναντίας, είμαστε διαθέσιμοι να απαντήσουμε σε απορίες και να δώσουμε διευκρινίσεις. Το παιδί, όπως και οι μεγάλοι, έχει ανάγκη να κατανοήσει τί συνέβη και να εκφράσει την θλίψη, τον πόνο, τον θυμό του για το γεγονός. Η συμβολή του ενήλικα περιορίζει τις αυθαίρετες ερμηνείες, τους αβάσιμους φόβους και αγωνίες, καθώς μέσα από τις ερωτήσεις που θέτει και τις απαντήσεις που παίρνει μπορεί να επεξεργαστεί τα συναισθήματα που του προκαλεί η απώλεια και να τα αντέξει.
Οι ερωτήσεις των παιδιών φέρνουν τους ενήλικες αντιμέτωπους με δικές τους απορίες σχετικά με το τι και το γιατί. Τα έντονα και επώδυνα συναισθήματα κάνουν ακόμη πιο αναγκαία τη διατήρηση της ψευδαίσθησης ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο τελεσίδικα όσο φαίνονται. Αν επιλέξουμε να μην μιλήσουμε για κάτι δύσκολο, ίσως και να μην υπάρχει. Ο φόβος ότι αν επιτρέψουμε την έκφραση ενός αρνητικού συναισθήματος θα ανοίξουν «οι ασκοί του Αιόλου» για όσα τρομακτικά και ακατανόητα και οι ίδιοι βιώνουμε, ωθεί στην επιλογή να μιλήσουμε με ασάφεια, να δώσουμε μια βιαστική, παραπλανητική απάντηση. Ωστόσο, δεν είναι οι λέξεις που πληγώνουν, απεναντίας είναι αυτές που σταδιακά ανακουφίζουν, που δίνουν σχήμα στο άγριο, απότομο, τρομακτικό. Χωρίς τη συνδρομή των λέξεων τα παιδιά είναι εκτεθειμένα σε απορίες και συναισθήματα πρωτόγνωρα, που χρειάζεται να αντιμετωπίσουν χωρίς την απαραίτητη στήριξη. Αν συνειδητοποιήσουμε ότι όσο κι αν το επιθυμούμε, δεν μπορούμε να τα προστατεύσουμε από το να εκτεθούν στην απώλεια και τη συνακόλουθη θλίψη, θα μπορέσουμε να συμβάλλουμε ουσιαστικά ώστε να γίνει πιο αντέξιμη, ως αναγνωρίσιμη, επιτρεπτή και αποδεκτή. Αν αποδεχτούμε την ανάγκη τους να πενθήσουν ως φυσιολογική και αναμενόμενη, ως παράλληλη διαδικασία με το πένθος που κι εμείς βιώνουμε, θα αφήσουμε χώρο για την έκφραση συναισθημάτων, που αποτελούν οδηγό ως προς την ένταση που βιώνουν, που όσο εξωτερικεύονται, του επιτρέπουν να αποφορτιστεί και να αντιμετωπίζει τα αρνητικά συναισθήματα ως ελέγξιμα. Στην αντίθετη περίπτωση, έχουμε θλίψη χωρίς επεξεργασία, λύπη χωρίς εκτόνωση, με αναπόφευκτες προεκτάσεις στην αυτοπεποίθηση του παιδιού και στον τρόπο που σχετίζεται με τους συνομήλικους. Μαθαίνοντας να «κρύβει κάτω απ’ το χαλί» ό,τι το δυσκολεύει, να το αρνείται, να προσποιείται ότι δε συμβαίνει, χάνει την ευκαιρία να επενδύσει στην εμπιστοσύνη και την ανοιχτή επικοινωνία ως προς τις ανάγκες και τα συναισθήματά του. Όσο αποφεύγει να μοιραστεί αυτό που αισθάνεται, κινδυνεύει να επιλέξει την επιθετικότητα ή την απόσυρση ως μέσο διαχείρισης.
Οι γονείς συχνά αναρωτιούνται ποιες είναι οι «κατάλληλες» εξηγήσεις αναφορικά με αυτό που συνέβη. Ωστόσο, κατάλληλη είναι η εξήγηση που έχει νόημα για τον ίδιο τον γονιό, αυτή που ο ίδιος πρεσβεύει, που ταιριάζει με τις πεποιθήσεις, με τη δική του «θεωρία» σχετικά με το θάνατο. Είτε πρόκειται για μια ερμηνεία που είναι κοντά στην θρησκεία και την πίστη στο θεό είτε για μια πιο αγνωστικιστική προσέγγιση, η εξήγηση χρειάζεται να δοθεί με λόγια κατανοητά, με λέξεις απλές που περιγράφουν με σαφήνεια τα νοήματα που θέλουμε να περάσουμε. Η αγωνία για την κατάλληλα απάντηση αντανακλά την επιθυμία να επιλέξουμε αυτήν που θα καθησυχάσει περισσότερο, αυτήν που ενδεχομένως θα αποτρέψει τις περισσότερες ερωτήσεις. Ωστόσο, για ένα θέμα τόσο ακατανόητο ακόμη και για τους ενήλικες, δεν υπάρχουν απαντήσεις που να προκαλούν λιγότερες ή περισσότερες ερωτήσεις. Κάθε απάντηση έχει και κάποιες συνέπειες, μιας και προκαλεί αντίστοιχες ερωτήσεις γι’ αυτό και χρειάζεται να είμαστε προετοιμασμένοι για τις νέες απορίες που θα δημιουργήσει. Χρειάζεται να θυμόμαστε ότι η ελλιπής πληροφόρηση ή η παραπληροφόρηση κινδυνεύει να μπερδέψει ακόμα περισσότερο τα παιδιά ως προς το τί έχει συμβεί. Ό,τι κι αν επιλέξουμε να πούμε το σημαντικό είναι να μην αποφύγουμε να απαντήσουμε λέγοντας ψέματα ή ξεγελώντας, όπως ότι έφυγε ταξίδι, προκειμένου να μην ενισχύσουμε αγωνίες ως προς την αυθαίρετη απώλεια προσώπων και σχέσεων στη ζωή του, ή πιο «προσωπικές» ερμηνείες που θα συσχετίζουν τη φυγή του αγαπημένου προσώπου με απόρριψη προς το πρόσωπό του.
Φώνη Τζιτζιμίκα, Ψυχολόγος
Βιβλιογραφία
Winnicot D.W., 1951., Μεταβατικά αντικείμενα και μεταβατικά φαινόμενα, στο “Από την παιδιατρική στην ψυχανάλυση”, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 1991.
Πρώτη Δημοσίευση: Άρθρο στο PsychologyNow.gr