Από πολύ νωρίς, η πρώτη επαφή του μωρού με την μητέρα και τον κόσμο πραγματοποιείται μέσω της τροφής. Το βρέφος πεινάει και κλαίει για να ταϊστεί. Η ανταπόκριση της μητέρας στο κάλεσμά του, κατευνάζει το αίσθημα της πείνας και καθησυχάζει την αναστάτωση που προκαλεί η σωματική ανάγκη. Ένα ζωτικό αίτημα προς το περιβάλλον ικανοποιείται, επιβεβαιώνοντας την εμπιστευσιμότητα του περιβάλλοντος και την ποιότητα της πρωταρχικής σχέσης.
Αντίστοιχα, η μητέρα αναστατώνεται όταν αντιληφθεί ότι το παιδί δεν τρώει αρκετά, και επιδιώκει να το ταΐσει περισσότερο, με βασικό κίνητρο την καλή του υγεία. Η επιθυμία της να ικανοποιήσει την πείνα του, που αποτελεί μια φυσιολογική διαδικασία, αναγκαία για την επιβίωση, αντανακλά και μια προσωπική αγωνία αποδοχής και αναγνώρισης. Κι αυτό γιατί το τάισμα συνιστά την πεμπτουσία του ρόλου της μητέρας, στα πρώτα στάδια της σχέσης με το παιδί. Το βρέφος, απόλυτα εξαρτημένο, αποδέχεται την τροφή που του προσφέρεται, και την ίδια στιγμή ανταποδίδει με αποδοχή, αναγνωρίζοντας την καλή προσφορά. Η οποία αφορά όχι μόνο την τροφή καθεαυτό, αλλά και τη σχέση με την μητέρα στο σύνολό της, που αισθάνεται αντίστοιχα επαρκής και αποδεκτή. Η διαδικασία του ταΐσματος κρύβει επομένως μια βαθύτερη ανάγκη για συμβολική επιβεβαίωση επάρκειας, που προκαλεί αναστάτωση όταν εκλείπει με την περιστασιακή ή πιο μόνιμη άρνηση του παιδιού προς την τροφή.
Αποκωδικοποιώντας το φόβο του γονιού
Η αναστάτωση του γονιού που προκύπτει από τον φόβο ότι το παιδί δεν τρώει αρκετά, σε βαθμό που θα ταίριαζε αν πραγματικά κινδύνευε η επιβίωσή του, συνεπάγεται την αμφισβήτηση μιας φυσιολογικής διαδικασίας. Συχνά η αγωνία αυτή στηρίζεται σε μια καλά κρυμμένη πεποίθηση ότι αν εκείνος δεν φροντίσει γι’ αυτό, το παιδί δεν θα επιβιώσει. Ο γονιός συχνά δυσκολεύεται να δει το παιδί ως μεγάλο και ανεξάρτητο, ικανό να φροντίζει τον εαυτό του και να ακούει τις ανάγκες του, καθώς η ανεξαρτητοποίησή του αλλάζει τα δεδομένα της σχέσης. Η αμφιθυμία ανάμεσα στην επιθυμία να δει το παιδί μεγάλο και ανεξάρτητο, να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες, να αντιλαμβάνεται και να ικανοποιεί τις ανάγκες του συνυπάρχει με το φόβο ότι κάθε νέα κατάκτησή του, αλλοιώνει τη σχέση και ενισχύει τον αποχωρισμό.
Ωστόσο, η ενασχόληση με το αν έφαγε ή όχι το παιδί αντιστοιχεί σε ένα πιο στοιχειώδες, πρωταρχικό στάδιο της σχέση που μοιάζει να υποτιμά την πολλαπλή συμβολή του γονιού στην εξέλιξη του παιδιού. Η οποία συνίσταται στην προσφορά γνώσης, στην ανταλλαγή ιδεών και συναισθημάτων, στο παιχνίδι μέσα από τα οποία το παιδί έχει την ικανότητα να αξιοποιεί όσα κατακτά σταδιακά, μετασχηματίζοντάς τα σε πιο ώριμα σχήματα, που συνιστούν ένα «νοητικό» τάισμα, μια προσφορά ανώτερη και πιο ουσιαστική από την αυτήν της πρωταρχικής διαδικασίας ταΐσματος.
Η στάση του γονιού
Ο γονιός καλείται να βοηθήσει το παιδί να διαχωρίσει τα συναισθήματα που βιώνει για μια κατάσταση (θυμός, ζήλια) ή για ένα πρόσωπο (γονιός, αδερφός) από τη διαδικασία του φαγητού, να τα κατανοήσει και να τα εκφράσει. Στόχος είναι να αναδυθεί ο πραγματικός λόγος της άρνησης ώστε να υπάρξει η κατάλληλη ανταπόκριση σε αυτήν.
Η καταφυγή σε γρήγορες λύσεις «απειλής», «συναισθηματικής πίεσης» ή «ανταλλάγματος» (παιχνίδι, γλυκό) προκειμένου το παιδί να φάει, δεν επιλύουν το πρόβλημα. Απεναντίας, συνιστούν πρόσκαιρη αντιμετώπιση που κινδυνεύει να παγιώσει την δυσκολία. Κάθε λύση που χρησιμοποιούμε χρειάζεται να δημιουργεί μια καλύτερη προοπτική για κάθε επόμενη φορά. Στόχος δεν είναι μόνο το τώρα αλλά και η συνολική σχέση του παιδιού με την τροφή.
Επομένως, η αντιμετώπιση δεν μπορεί να αφορά μόνο το πως να ξεπεραστεί η επιφανειακή αντίσταση που προβάλλει το παιδί, αλλά να διερευνηθούν οι λόγοι που πυροδοτούν την άρνησή του, ώστε να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά. Μιλώντας για την αιτία που κινεί τη συμπεριφορά του παιδιού, του δίνεται η ευκαιρία να αναγνωρίσει και να εκφράσει τα συναισθήματά του. Όταν το φαγητό δεν αποτελεί σημείο μετάθεσης δύσκολων συναισθημάτων, επανέρχεται ως ανάγκη και η σχέση του παιδιού με αυτό επαναρρυθμίζεται.
Φώνη Τζιτζιμίκα, Ψυχολόγος