Στον αντίποδα, αλλά ίσως όχι και τόσο μακρiά, περισσότερο στο άλλο άκρο του ίδιου συνεχούς, βρίσκεται η (ψυχογενής) βουλιμία. Εδώ το «πολύ» της κατανάλωσης τροφής βρίσκεται μεν στο άλλο άκρο σε σχέση με το «ελάχιστα» ή «καθόλου» της ανορεξίας, ωστόσο και αυτό είναι αποτέλεσμα μιας στρεβλής σχέσης με την τροφή και χρησιμοποιείται με παρόμοιο τρόπο: ακυρώνοντας την ευχαρίστηση που φέρνει η ικανοποίηση της πείνας, αλλά και την απόλαυση που προσφέρει η επαφή με την τροφή, η υπερβολική κατανάλωση λειτουργεί ως μέσο παραβίασης του σώματος και χειρισμού μη εκφρασμένων συναισθημάτων και επιθυμιών.
Χαρακτηριστικά
Τα άτομα που πάσχουν από βουλιμία έχουν συνήθως φυσιολογικό ή αυξημένο σωματικό βάρος (σε αντίθεση με τα άτομα με ανορεξία). Παρουσιάζουν συχνά μεγάλες διακυμάνσεις στο βάρος τους, λόγω της συχνής πρόσληψης και απώλειας κιλών αλλά και της δυσκολίας τους να διατηρήσουν ένα τακτικό πρόγραμμα γευμάτων. Η συμπεριφορά τους προς το φαγητό χαρακτηρίζεται από εκδήλωση επεισοδίων υπερφαγίας που συνεπάγονται την κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων φαγητού (περιγράφεται ως σαφώς μεγαλύτερη απ’ όσο θα μπορούσαν να φάνε οι περισσότεροι άνθρωποι στο ίδιο χρονικό διάστημα και υπό παρόμοιες συνθήκες) σε μια μικρή περίοδο χρόνου. Όπως προαναφέρθηκε, η τροφή καταναλώνεται παρότι το άτομο δεν αισθάνεται πείνα, και με σχετικά μεγάλη ταχύτητα, με συνέπεια το άτομο να καταπίνει ή να καταβροχθίζει την τροφή χωρίς να απολαμβάνει. Η αίσθηση του γεμάτου στομαχιού προκαλεί δυσαρέσκεια, λόγω της μεγάλης ποσότητας που καταναλώνεται «αρπαχτά» αλλά και λόγω του συναισθήματος της ενοχής που βιώνεται τη στιγμή της βρώσης. Τα επεισόδια υπερφαγίας συχνά εναλλάσσονται με αντιρροπιστικές συμπεριφορές, όπως η προσφυγή στη λεγόμενη «κάθαρση» μέσω πρόκλησης εμετού, h χρήση καθαρτικών, ή h ασκητική δίαιτας προκειμένου να εξισορροπηθεί η υπερβολική κατανάλωση.
Μηχανισμός βουλιμίας
Το άτομο που νοσεί χαρακτηρίζεται από αυστηρότητα αλλά και καταναγκαστικά σχήματα στη συμπεριφορά, με έντονη τάση για έλεγχο στις σχέσεις με τους άλλους αλλά και προς τον εαυτό του. Διακρίνεται από έναν απόλυτο και άκαμπτο τρόπο σκέψης, χωρίς διαβαθμίσεις, όπου επικρατεί η λογική του «όλα ή τίποτα». Απαιτεί από τον εαυτό του να τηρήσει ένα αυστηρό πρόγραμμα δίαιτας με στόχο την απώλεια βάρους, ωστόσο η παραμικρή παρέκκλιση ακυρώνει εντελώς την όλη προσπάθεια. Καταλήγει τότε στην υπερφαγία, που λειτουργεί ως αυτο-επιβαλλόμενη τιμωρία για την μικρή παρασπονδία. Παράλληλα, είναι αντιμέτωπο με αισθήματα ενοχής (εφόσον αφέθηκε στην απαγορευμένη επιθυμία) η οποία ακολουθείται από καθαρτική συμπεριφορά (π.χ. έμετος) ή αυστηρό περιορισμό της τροφής, σε μια ύστατη προσπάθεια εξιλέωσης και αποκατάστασης του διατροφικού «παραπτώματος». Συνεπώς, το επεισόδιο υπερφαγίας τελειώνει συνήθως μέσα σε μια συναισθηματική κατάσταση αμφιθυμίας – ανακούφισης και ντροπής.
Η απόλυτη αυστηρότητα προς το σώμα, η έλλειψη επιείκειας σε σχέση με λάθη, η χαμηλή αυτόεκτίμηση και η αίσθηση υποαπόδοσης όχι μόνο ως προς τη διατροφή αλλά και στους υπόλοιπους τομείς της ζωής είναι στοιχεία που χαρακτηρίζουν το άτομο που πάσχει. Θέτει πολύ υψηλές απαιτήσεις απόδοσης και ελέγχου σε σχέση με τον εαυτό αλλά και τους άλλους και όταν αυτές αποτυγχάνουν (γεγονός συχνά αναπόφευκτο) επισύρεται «τιμωρία» μέσο της τροφής, η κατανάλωση της οποίας δεν είναι συνυφασμένη με την ικανοποίηση αλλά με την ενοχή, το σφάλμα. Η απώλεια βάρους δεν είναι ποτέ αρκετή, ο στόχος πάντα απομακρύνεται, ενίοτε και σαμποτάρεται με τις κρίσεις υπερφαγίας, καθώς η τροφή χρησιμοποιείται σαν τρόπος επίθεσης προς τον εαυτό, ή για να γεμίσει ένα συναισθηματικό κενό.
Ως προς την εμφάνιση της διαταραχής, ένα μέρος της ερμηνείας αφορά στην κοινωνική της διάσταση, με αναφορά σε κοινωνικά στερεότυπα συμπεριφορών και ρόλων. Τα αλλεπάλληλα μηνύματα που κατακλύζουν το άτομο καθημερινά παρουσιάζουν αντιφατικούς ρόλους που οι γυναίκες (ενίοτε και οι άντρες) –πρότυπα των διαφημίσεων, κατορθώνουν να εκπληρώσουν στο ακέραιο. Παράλληλοι ρόλοι όπως αυτοί της στοργικής μητέρας, αφοσιωμένης συζύγου, επιθυμητής ερωμένης, επιτυχημένης επαγγελματία και συνάμα παραδοσιακής νοικοκυράς που συμπυκνώνονται συχνά σε ένα πρόσωπο, αυξάνουν σε υπεράνθρωπο βαθμό τις προσδοκίες των γυναικών από τον εαυτό τους αλλά και τις απαιτήσεις που φαντάζονται ότι οι άλλοι διατηρούν για εκείνες, σε σχέση με το ρόλο τους.
Την ίδια στιγμή που φροντίζουν για την τροφή της οικογένειας, καλούνται να απέχουν, προκειμένου να επιτύχουν μια αισθητικά αποδεκτή εικόνα. Άλλωστε, οι αντιφάσεις και τα παράδοξα στη σχέση με το φαγητό, προκύπτουν από πολύ νωρίς, στα πλαίσια της οικογένειας. Κάθε παιδί κατά το μεγάλωμά του, έρχεται αντιμέτωπο με την αρχική αγωνία του γονιού για το αν έχει φάει αρκετά, συχνά με έμφαση στο τάισμα, με προσπάθειες πειθούς και εξαγοράς προκειμένου να φάει περισσότερο. Με την είσοδο στην εφηβεία, η εν λόγω αγωνία αντιστρέφεται. Το ζητούμενο πλέον είναι πως να φάει λιγότερο ώστε να μην παχύνει. Κατά συνέπεια, το άτομο χάνει την ευκαιρία να αποφασίζει για τον εαυτό του, να αναγνωρίζει τις ανάγκες του και να ανταποκρίνεται σε αυτές χωρίς αμφισβήτηση και υποδείξεις από όσους «ξέρουν» καλύτερα.
Ο ενήλικας, με αφορμή την ασθένειά του, καλείται να σκεφτεί πάνω στο νόημα της σχέσης του με την τροφή. Να επανερμηνεύσει τα αντικρουόμενα μηνυμάτα που έχει λάβει και να αναθεωρήσει όσα έχει παρεμηνεύσει αναφορικά με τους ρόλους που αναλαμβάνει και τις απαιτήσεις των άλλων προς εκείνον. Να αναγνωρίσει τα συναισθήματά του, και να επιτρέψει στον εαυτό του να τα εκφράσει, αναλαμβάνοντας την ευθύνη γι’ αυτό που χρειάζεται και επιθυμεί. Επαναπροσδιορίζοντας τη σχέση του με την τροφή, αποκαθιστά συγχρόνως τη σχέση με τον εαυτό του.
Φώνη Τζιτζιμίκα, Ψυχολόγος
Αναδημοσίευση στο Arts&Antiques CCR