Με αφορμή την παγκόσμια πανδημία που κατακλύζει την επικαιρότητα και ανατρέπει τη ζωή του πλανήτη σε όλα τα επίπεδα, συναισθήματα και σκέψεις αναδύονται καθημερινά, και δίνουν την ευκαιρία να αναλογιστούμε, να αναθεωρήσουμε και να επαναπροσδιορίσουμε τη θέση μας σε σχέση και απέναντι στους άλλους, καθώς και έννοιες όπως η ελευθερία, το δικαίωμα, η αυτοδιάθεση και η επιβολή.
Αυτό άλλωστε χαρακτηρίζει τις περιόδους κρίσης, είτε προσωπικές, κοινωνικές πόσο μάλλον τις παγκόσμιες, όπως αυτή που διανύουμε τώρα με αφορμή την παρουσία του κορονοϊού, ή κοροναϊού ή Covid-19. Στοιχειώδη δεδομένα και αυτονόητα που αφορούν τον εαυτό μας και τους άλλους αμφισβητούνται, κεκτημένες έννοιες και νοήματα ανατρέπονται. Απλές καθημερινές συνήθειες και αποφάσεις που θεωρούνταν κατεξοχήν προσωπικές, και ενέπιπταν στο πεδίο της αυτοδιάθεσης, συμπεριλαμβάνονται πλέον στη λίστα των πράξεων που αφορούν και επηρεάζουν άμεσα και σημαντικά τις ζωές των άλλων. Σε μια περίοδο όπου η αγωνία για την επιβίωση (σωματική, συναισθηματική, οικονομική) κυριαρχεί, έχουμε την ευκαιρία ή και την υποχρέωση να θυμηθούμε ότι η ατομική πράξη και η δράση της κάθε στιγμής είναι απολύτως συνδεδεμένη με τον αντίκτυπό της στο σύνολο.
Ποτέ πριν τόσο όσο τώρα οι απλές προσωπικές επιλογές δεν αφορούσαν εξίσου και τους άλλους. Δεν κινδύνευαν να βλάψουν (νόσηση), να στερήσουν (μη επάρκεια αγαθών) ή να περιορίσουν (απαγόρευση κυκλοφορίας), να θίξουν συνολικά τους άλλους, κατά μονάδα ή ως σύνολο. Θέματα ιδεολογικά, πίστης και ατομικών πεποιθήσεων, όλα καλούνται να μπουν στο ζύγι σε αναφορά με το σύνολο. Όχι απλά σαν ηθική επιταγή, μέσα από μια αξιολογική κρίση «καλού» ή «κακού», σαν μια θεωρητική αποτίμηση της πράξης του καθενός. Αλλά σαν ένα σύστημα «θείας δίκης», που επιστρέφει αργά ή γρήγορα στον καθένα την προσωπική του αστοχία, όταν επιμένοντας στο ατομικό πιστέυω, ανάγκη ή επιθυμία, επιφέρει ως συνέπεια, ως τιμωρία, την κατάρρευση του συλλογικού. Είτε πρόκειται για το σύστημα υγείας, την οικονομία – εγχώρια ή παγκόσμια, την κοινωνική ζωή με τη μορφή που την γνωρίζουμε, και εν τελει την επιβίωση, η πορεία του συνόλου επηρεάζει και αφορά αναπόφευκτα τον καθένα.
Γίνεται ολοένα και πιο ξεκάθαρο ότι η κάθε πράξη, προσδιοριζόμενη στενά με βάση το βραχυπρόθεσμο ατομικό συμφέρον (τι χρειάζομαι, από τι κινδυνεύω, τι θέλω, τι με εξυπηρετεί), δεν μπορεί να μην συνυπολογίζει τον αντίκτυπο στους άλλους, πως δηλαδή επηρεάζει, επιβαρύνει, δυσκολεύει ή εκθέτει σε κίνδυνο το σύνολο.
Το ατομικό πάντα αφορούσε το συλλογικό, τα όρια του ενός πάντα άγγιζαν και διαμόρφωναν τα σύνορα του άλλου, προς την εξέλιξη ή προς την καθυστέρηση. Η ανάγκη για συμμόρφωση, η ικανότητα να τιθασεύσουμε την παρόρμηση της στιγμής, να καθυστερήσουμε την άμεση ικανοποίηση για να κατακτήσουμε ένα σημαντικό ωστόσο μακροπρόθεσμο αγαθό, όπως το να επανέλθουν το συντομότερο δυνατό τα πράγματα στο πριν, στο φυσολογικό, στο δεδομένο μας, με τις ελάχιστες δυνατές απώλειες σε επίπεδο ανθρώπινων ζωών και πόρων, προϋποθέτει ψυχραιμία, ωριμότητα και μια εσωτερική οριοθέτηση. Μια ιεράρχιση του τι είναι πιο σημαντικό και τί έχει προτεραιότητα, όχι για τον καθένα ως μονάδα, αλλά για τον καθένα ως μέρος του συνόλου. Καθώς η ύπαρξη της μονάδας προϋποθέτει και εξαρτάται από το σύνολο, όταν το συλλογικό καταρρέει συμπαρασύρει γρήγορα το ατομικό, χωρίς εξαιρέσεις. Ο απλός κανόνας της παιδικής ηλικίας «μην κάνεις στους άλλους αυτό που δεν θέλεις να σου κάνουν», παραμένει επίκαιρος και αποτελεί αναγκαίο οδηγό αρμονικής συλλογικής συνύπαρξης, όταν μετά την πολυπόθητη επάνοδο στην καθημέρινοτητα, έννοιες όπως ανάγκη, ελευθερία, δικαίωμα και ευθύνη θα ξανατεθούν στο τραπέζι με νέους όρους. Και θα κληθούμε να τις υπερασπιστούμε και να τις διεκδικήσουμε πιο αποτελεσματικά, για τον εαυτό μας αλλά και για το σύνολο.
Φώνη Τζιτζιμίκα, Ψυχολόγος