Το τελευταίο διάστημα, όλο και συχνότερα ερχόμαστε αντιμέτωποι με συμβάντα βίας που προκύπτουν στο πεδίο της οικογένειας. Η πληθώρα των περιστατικών αφορούν είτε συζύγους/συντρόφους που βιαιοπραγούν ο ένας εναντίον του άλλου είτε και σε βάρος των παιδιών. Εκείνα είναι τα βέβαια θύματα, όχι μόνο όταν η όποια βλάβη στρέφεται άμεσα εναντίον τους αλλά και σε όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις όπου αναπόφευκτα πλήττονται ως έμμεσοι αποδέκτες της όποιας επιθετικότητας προκύπτει μεταξύ των γονιών. Οι αφορμές πολλές, εκτείνονται ανάμεσα στην ερωτική αντιζηλία, το θυμό ή άλλες δυσκολίες της καθημερινότητας που όσο και αν δε δικαιώνουν τις ακραίες συμπεριφορές, συνιστούν μια έστω επιφανειακή ερμηνεία. Όχι γιατί αφορούν δυσκολίες ήσσονος σημασίας, όσο γιατί η πράξη στην οποία οδηγούν είναι σε κάθε περίπτωση αδιανόητη καθώς αντίκειται στην έννοια του αυτο- και αλληλοσεβασμού, πολλώ δε μάλλον όταν αυτή προκύπτει στο πλαίσιο της οικογένειας, το κατεξοχήν πεδίο ασφάλειας, ιδιωτικότητας και θαλπωρής το οποίο και καταλύει με τον πιο βάναυσο και αυθαίρετο τρόπο.
Οι ιστορίες των ανθρώπων που καταλήγουν σε βίαιες συμπεριφορές εναντίον δικών τους (ή και αγνώστων) τυχαίνει συχνά να περιλαμβάνουν τη χρόνια απογοήτευση σε μια σχέση, το άγχος ή και την ανασφάλεια βιοπορισμού που τα τελευταία χρόνια έχουν ενταθεί. Όσο κι αν τα παραπάνω δε συνιστούν δικαιολογία για την πράξη στην οποία προβαίνουν, ωστόσο αποτελούν μια διαρκή και εξουθενωτική πίεση, που ακόμη κι αν δε δρα αιτιολογικά – άλλωστε πλήθος ανθρώπων βιώνει το άγχος της επιβίωσης χωρίς να εξωθείται απαραίτητα στη βιαιοπραγία – μας επιβάλλει να αναρωτηθούμε σε ποιο βαθμό μπορεί να λειτουργήσουν αν μη τι άλλο επιβαρυντικά. Η αίσθηση αυθαιρεσίας που διατρέχει την καθημερινότητα, σε συνδυασμό με ένα κλίμα ατιμωρισίας που προκύπτει συχνά πυκνά, ενισχύουν το αίσθημα της αδικίας. Η έλλειψη υποστήριξης από κοντινούς και μακρινούς, αρμόδιους και μη, αυξάνει την απομόνωση, τον εγκλωβισμό και την απόγνωση με αποτέλεσμα το μοναδικό πεδίο εκτόνωσης που απομένει διαθέσιμο να μοιάζει ο προσωπικός, ιδιωτικός χώρος της οικογένειας όπου εκεί αισθάνεται κανείς ισχυρός και ασφαλής να ξεσπάσει, να εκτονώσει, να αποφορτίσει το θυμό, την απογοήτευση, τη ματαίωση που εισπράττει σε άλλους τομείς της ζωής τους.
Ωστόσο υπάρχουν εξίσου πλείστες περιπτώσεις όπου η ενδοοικογενειακή βία αιφνιδιάζει ακόμη περισσότερο, μιας και αφορούν πολίτες φαινομενικά τακτοποιημένους, φιλήσυχους και ευγενείς, καταξιωμένους και ευυπόληπτους -ό,τι κι αν σημαίνει αυτό- που δεν έχουν δώσει ποτέ δικαίωμα κατά τις συνήθεις μαρτυρίες των γειτόνων τους. Κι όμως είναι αυτοί ακριβώς που εν μια νυκτί αποκαλύπτουν τη σκοτεινή τους πλευρά, διαπράττοντας ένα ακατανόητο, στυγερό, έγκλημα, μετατρέποντας το ιερό καταφύγιο της οικογένειας σε πεδίο αυθαίρετης εκτόνωσης και στυγνής επιβολής.
Πώς οδηγείται κανείς σε αυτήν την διαστρέβλωση, τι έχει πάει τόσο λάθος στις σχέσεις των ανθρώπων; Ερωτήματα επιτακτικά που στρέφονται κυρίως προς τους άμεσα εμπλεκόμενους αλλά που αφορούν εξίσου όλους εμάς, τους μακρινούς θεατές των αποτρόπαιων συμβάντων. Γιατί, όσο κι αν έχουμε ανάγκη να κοιτάξουμε προς τους δράστες καθεαυτούς και τον περίγυρό τους, σε όσους θα μπορούσαν ενδεχομένως να γνωρίζουν, ή με κάποιον τρόπο να προλάβουν, ακόμα και να αποτρέψουν το έγκλημα, οι απαντήσεις χρειάζεται να αναζητηθούν εξίσου και μέσα μας. Πόσες φορές έχουμε νιώσει εγκλωβισμένοι σε προσδοκίες τρίτων, σε κοινωνικά στερεότυπα που δεν αφήνουν χώρο να αναλογιστούμε τί πραγματικά επιθυμούμε. Πόσο σπεύδουμε να μπούμε σε ένα σχήμα σχέσης, γάμου και οικογένειας, που οι γύρω μας ακολουθούν πριν αναλογιστούμε τι συνεπάγεται, ποιους συμβιβασμούς προϋποθέτει, πριν αξιολογήσουμε ποιος πραγματικά είναι ο σύντροφος που επιλέγουμε, πόσο μας ταιριάζει ή μας κάνει ευτυχισμένους. Πόσο πασχίζουμε να κάνουμε τη σχέση να λειτουργήσει, πόσο διστάζουμε να ομολογήσουμε ότι έχουμε μετανιώσει, ότι έχουμε κουραστεί ή ματαιωθεί στις προσδοκίες μας από αυτήν, ότι έχουμε ίσως κάνει λάθος. Πόσο τολμάμε να αμφισβητήσουμε τα κοινωνικά στερεότυπα ως προς το τι σημαίνει καταξίωση, διαζύγιο, μονογονεϊκή οικογένεια. Πόσο διεκδικούμε μια εναλλακτική σε ένα δυσλειτουργικό σχήμα, που όσο δεν επιλέγουμε, κινδυνεύουμε να οδηγηθούμε σε ένα αίσθημα εγκλωβισμού όπου η μόνη διαθέσιμη εκτόνωση θα είναι αυτή εναντίον του συντρόφου ή του εαυτού μας. Συνιστά εν τέλει ο χωρισμός τη διάλυση της οικογένειας ή μήπως αποτελεί πράξη σεβασμού και αναγνώρισης της σπουδαιότητάς της, η οποία και επιβάλλει συγκεκριμένους όρους υπό τους οποίους έχει νόημα να διατηρείται; Όσο ο χωρισμός αποτελεί επιλογή, η πιθανότητα να αισθανόμαστε εγκλωβισμένοι στο παγιωμένο σχήμα της όλο και θα λιγοστεύει. Επιτρέποντας στον εαυτό μας να σπάσουμε το εξωτερικό κάλυμμα, να το αλλάξουμε ή να το μετασχηματίσουμε, θα μπορούμε πιο ουσιαστικά να περισώσουμε και να προστατεύσουμε τον ιερό θεσμό από την εσωτερική βία που τον απειλεί.
Φώνη Τζιτζιμίκα, Ψυχολόγος
Πρώτη δημοσίευση: Έντυπη έκδοση της εφημερίδας ΕΣΤΙΑ (Αρ. Φύλλου 19, Κυριακή 27 Φεβρουαρίου 2022).