Η αμεσότητα της χρήσης του διαδικτύου επιτρέπει καθημερινά την ανταλλαγή εικόνων και βίντεο, υλικό που φτάνει στα χέρια μας μέσω ενός φίλου ή γνωστού και το οποίο επιλέγουμε να αναπαράγουμε όταν καταφέρνει με κάποιον τρόπο να μας αγγίξει. Με έναν παρόμοιο τρόπο υπέπεσε και στη δική μου αντίληψη ένα παραμύθι. Η ιστορία του απλά δοσμένη, με λιτή εικονογράφηση, μέσα από σχήματα και ασπρόμαυρες εικόνες, ωστόσο καθόλου απλοϊκή. Θέμα του οι ανθρώπινες σχέσεις, η αγωνία που συχνά μας διακατέχει αναφορικά με τη συνάντηση με έναν άλλον, με τον οποίο επιθυμούμε να ταιριάξουμε σε ένα σχήμα που θα μας κάνει να νιώσουμε ολοκληρωμένοι μέσα από την επαφή μας μαζί του, καθώς ο εαυτός μας, ως κομμάτι, θα κουμπώσει ιδανικά με τη δική του ύπαρξη. Μια συνάντηση που προσδοκούμε να μας πάει κάπου, να μας επιτρέψει να ζήσουμε ένα ταξίδι γεμάτο εμπειρίες, βιώματα, συναισθήματα, όσα αισθανόμαστε ότι δεν έχουμε την ευκαιρία να δημιουργήσουμε για τον εαυτό μας. Μέσα στη συμβολική αναπαράσταση του παραμυθιού ο ιδανικός άλλος αποτελείται από έναν χώρο κενό, έτοιμο να μας υποδεχτεί, να καλυφθεί με τη δική μας παρουσία. Οραματιζόμαστε ότι διατηρεί μέσα του για εμάς έναν ταιριαστό κενό χώρο που κουμπώνει τέλεια με αυτό που είμαστε εμείς, μ’ αυτό που προσφέρουμε, αυτό που πρεσβεύουμε, αυτό που έχουμε να δώσουμε. Ένα κενό που μας περιμένει για να συμπληρωθεί και να γίνει ολόκληρο, τόσο για εκείνον όσο και για εμάς, ώστε μαζί του να μπορέσουμε να πορευθούμε σε μέρη και με τρόπους που αδυνατούμε να αναζητήσουμε και να ανακαλύψουμε μόνοι μας. Ένα σχήμα, που αν και μοιάζει ιδεατό και επιθυμητό, ωστόσο επιτρέπει να συντηρούμε μια πλάνη, μια φαντασίωση που προϋποθέτει ότι περιφερόμαστε ως μισό αναζητώντας έναν άλλο, εξίσου ελλιπή όσο και εμείς προκειμένου να νιώσουμε ολοκληρωμένοι.
Το παραμύθι, με τους λιτούς αλλά συμπυκνωμένους συμβολισμούς του, απομυθοποιεί τη φαντασίωση του άλλου μισού, αναπαριστώντας το μάταιο και ανούσιο μιας τέτοιας αναζήτησης. Σε μια αναλογία “διαστάσεων” μιλάει για τις συναντήσεις όπου κανείς περισσεύει ή δε χωράει, όπου συναντά ανθρώπους εύθραυστους ή αδιάφορους στην επαφή με άλλους γεγονός που καθιστά αδύνατο το συσχετισμό μαζί του, όπου αν και μοιάζει “ταιριαστός” καταλήγει σύντομα σε μια συνύπαρξη ανούσια ή βαρετή. Σε αυτήν την απεγνωσμένη αναζήτηση κανείς προσπαθεί ενίοτε να αλλάξει, ελπίζοντας να τραβήξει την προσοχή, να γίνει ακόμη πιο δελεαστικός, αλλά ματαιώνεται όσο διαπιστώνει ότι οι άλλοι συνεχίζουν να αγνοούν την παρουσία του, ή ακόμη ότι φοβούνται τη φανταχτερή του όψη και καταλήγουν να απομακρύνονται διστακτικοί. Ακόμη κι όταν βρίσκει κάποιον που μοιάζει να του ταιριάζει, η χαρά και η ευδαιμονία για την πολυπόθητη συνάντηση διαρκεί μόνο λίγο, καθώς ανακαλύπτει ότι σταδιακά αρχίζει να αλλάζει με έναν τρόπο που δεν του επιτρέπει πλέον να ταιριάξει ως κομμάτι στο κενό του άλλου.
Ξάφνου εμφανίζεται κάποιος που ανατρέπει τα δεδομένα αυτής της αναζήτησης: ένας άλλος που δεν του λείπει κάτι. Απεναντίας, παρουσιάζεται ολόκληρος, πλήρης και χαρούμενος με το σχήμα και τις δυνατότητες που είχε να κινείται, να χαίρεται, να δημιουργεί και να προχωράει. Εκείνος που τόσο καιρό περιφερόταν ως κομμάτι, ως μέρος ενός όλου που έλειπε αναζητώντας να ταιριάξει με κάποιον, αιφνιδιάζεται με την αυθόρμητη εξήγηση του συνομιλητή του πως δεν του λείπει κάτι. Αλλά και με την ανάλαφρη, σχεδόν αφελή προτροπή του να μην περιμένει κάποιον άλλον με τον οποίο θα ταιριάξει για να μπορέσει να πάει κάπου, να κινηθεί, να ζήσει, απεναντίας να δοκιμάσει να αναζητήσει τη δική του πορεία, να διαμορφώσει τη δική του διαδρομή, κοινώς να δοκιμάσει κυλήσει μόνος του! Πόση ανατροπή! Άραγε ξέρει τι λέει; Είναι δυνατόν να μην βλέπει ότι εκείνος δεν μπορεί να κυλήσει, ότι δεν ξέρει πως, ότι δεν είναι φτιαγμένος γι’ αυτό; Όταν πια ο άλλος απομακρύνεται, εκείνος μένει πίσω να τον κοιτάζει απελπισμένος, απογοητευμένος και μόνος. Για πρώτη φορά νιώθει πως δεν είχε άλλη επιλογή, παρά να δοκιμάσει το αδιανόητο, το αδύνατο, αλλά και προφανές σε κάποιον τρίτο: να κυλήσει. Η προσπάθεια στην αρχή είναι άχαρη, αδέξια, με πόνο και κόπο, με απελπισία για το λίγο και το αμήχανο της κίνησης, που όμως όσο το προσπαθεί μοιάζει όλο και λιγότερο ακατόρθωτο. Η κίνησή του αρχίζει να γίνεται αυτονόητη, να προκύπτει αβίαστα, να ρέει από το άκαμπτο και αδέξιο σώμα του, να ενσωματώνεται πλέον στο σχήμα και στις λιγοστές δυνατότητες που διατηρούσε στο μυαλό του γι’ αυτό. Δεν το νιώθει πλέον βαρύ και περιορισμένο, απεναντίας διαπιστώνει σταδιακά πόσο είναι ικανός για μια κίνηση εκλεπτυσμένη και συνεχόμενη που μετατρέπεται σε ροή και τον παρασέρνει σε δράση και ελευθερία. Το θαύμα έχει συντελεστεί, έχει αρχίσει να κυλάει!
Περιμένουμε τον άλλον να μας πάει κάπου, να μας συμπληρώσει, να μας ολοκληρώσει, και αδυνατούμε να συλλάβουμε το αδύνατο και το εφήμερο αυτής της προσδοκίας. Που ακόμη κι όταν εκπληρωθεί κινδυνεύει να μας αφήσει με μια αίσθηση παροδικότητας, μιας και ο άλλος ως απαραίτητος, ως μέρος του εαυτού μας, συνεισφέρει κάτι ζωτικό στην ύπαρξή μας, που χωρίς αυτό δεν μπορούμε να λειτουργήσουμε με επάρκεια, που αντιμέτωποι με τον κίνδυνο να χαθεί θα ζούμε πάντα με το φόβο της απώλειάς του σαν απειλή ακρωτηριασμού απέναντι στο ενδεχόμενο της απουσίας του. Η ελευθερία του να είμαστε ολόκληροι από μόνοι μας είναι αυτό που επιτρέπει να απολαμβάνουμε τη συνεύρεση με τον άλλο, χωρίς αναγκαστικούς και πολλαπλούς συμβιβασμούς προκειμένου να εξασφαλίσουμε την παρουσία του με κάθε τίμημα. Είναι αυτό που θα μας επιτρέψει να αναγνωρίσουμε τον άλλον γι’ αυτό που είναι και όχι γι’ αυτό που χρειαζόμαστε από εκείνον. Να απολαύσουμε τη χαρά της συνάντησης μαζί του αλλά και να αντέξουμε το ενδεχόμενο της απομάκρυνσής του, που όσο επώδυνο κι αν είναι, μιας και αφαιρεί κάτι επιθυμητό στο οποίο έχουμε επενδύσει, δε θα μας αφήσει ανάπηρους και μισούς ως προς τον εαυτό μας. Ώστε να μπορεί να υπάρχει ζωή και χαρά και πέραν της παρουσίας του στη ζωή μας.
Φώνη Τζιτζιμίκα, Ψυχολόγος
Πρώτη δημοσίευση: Άρθρο στο Arts&Antiques CCR