Ο Αύγουστος στο μεγαλύτερο μέρος του είναι ο μήνας της χαλάρωσης. Αποζητούμε τις διακοπές, τις προσμένουμε ακόμη κι αν ο καθένας τις φαντάζεται διαφορετικά. Είτε συνιστούν ευκαιρία για δράση και κοινωνικοποίηση είτε είναι συνυφασμένες με απόσυρση και απομόνωση, με εναλλαγή τόπων ή παραμονή σε ένα μέρος για καιρό, οι διακοπές σηματοδοτούν αυτό ακριβώς που σημαίνει η λέξη-το σταμάτημα των δραστηριοτήτων όπως τις γνωρίζουμε και όπως συμβαίνουν στη διάρκεια του χρόνου, την αλλαγή του ρυθμού της καθημερινότητας, τη δυνατότητα να επιλέξουμε με τι θα γεμίσουμε το χρόνο μας, πέρα από την πίεση και τις υποχρεώσεις.
Η εμπειρία λέει ότι οι πρώτες μέρες είναι συνήθως προπαρασκευαστικές στο να μπορέσει κανείς να αποβάλλει την ένταση. Η σκέψη των πραγμάτων που χρειάζεται κανείς να προλάβει μες στη μέρα, η πίεση του χρόνου και το αίσθημα της ευθύνης απέναντι στις υποχρεώσεις που τρέχουν κρατούν σε διαρκή κίνηση το σώμα που εξαναγκάζεται να ακολουθήσει ρυθμούς εξαντλητικούς και συχνά παραβιαστικούς. Σώμα και μυαλό χρειάζονται χρόνο ώστε να βγουν από τους συνηθισμένους ρυθμούς, να λειτουργήσουν εκτός προγράμματος, με λιγότερη πίεση και περισσότερη ανεμελιά. Το σταμάτημα της δράσης που είναι μια κατάσταση σχεδόν ανέφικτη, μια ανομολόγητη επιθυμία στη ροή της καθημερινότητας τις άπειρες στιγμές όπου το σώμα έχει ανάγκη να χαλαρώσει αλλά το μυαλό δεν το επιτρέπει, μπορεί να γίνει σταδιακά πράξη.
Πέρα από το αρχικό αναμενόμενο ξάφνιασμα που προκαλεί η αλλαγή των γρήγορων ρυθμών κάποιες φορές το παράδοξο της αδυναμίας να χαλαρώσουμε έχει διάρκεια. Η μέχρι πριν ανικανοποίητη επιθυμία, η ιδεατή κατάσταση που έμοιαζε μακρινή είναι πλέον διαθέσιμη, ωστόσο δυσκολευόμαστε να την προσεγγίσουμε, βιώνοντας ένα αίσθημα αμηχανίας, σαν να είμαστε έξω από τα νερά μας. Η ευκαιρία της χαλάρωσης μας κάνει να αισθανόμαστε άβολα καθώς ο χρόνος κυλάει ανέμελα χωρίς να χρειάζεται να τον παραγεμίσουμε με πολλαπλές δραστηριότητες. Η απλή ραστώνη μοιάζει σχεδόν με αμέλεια, προκαλώντας μια αίσθηση ενοχής για κάθε ευκαιρία που αφήνεται αναξιοποίητη, σαν κάτι να χάνεται ή να μη γίνεται σωστά. Η καταδιωκτική ανάγκη να προλάβουμε, να εξελιχθούμε, να κατακτήσουμε κάτι καινούριο, να παράγουμε, να είμαστε με κάθε τρόπο δημιουργικοί, που αποτελεί, όπως συχνά λέγεται, σύμπτωμα της εποχής, όταν παύει να είναι αναγκαία, μας κάνει να αισθανόμαστε οκνηροί, σα να κάνουμε κάτι λάθος.
Πέρα από την ανάγκη της επιβίωσης, που μας ωθεί στο κυνήγι του χρόνου και της απόδοσης, η αδυναμία να χαλαρώσουμε αντανακλά μια δυσκολία πιο προσωπική. Ο Μίλαν Κούντερα στο βιβλίο του «Βραδύτητα» μέσα από μια πολύ ενδιαφέρουσα αναλογία δοκιμάζει να προσεγγίσει το νόημα της ταχύτητας σε επίπεδο σωματικής κίνησης σχετίζοντάς το με τον τρόπο που αποτυπώνεται στη διαδικασία της σκέψης και στην επεξεργασία των συναισθημάτων. Δύο ιστορίες ανθρώπων σε κίνηση, τοποθετημένες σε διαφορετικές εποχές, όπου το μέσο μετακίνησης – η άμαξα και το σπορ αυτοκίνητο αντίστοιχα- μέσω της αργής και γρήγορης ταχύτητας που αναπτύσσουν, αντανακλούν την επιθυμία για αναπόληση ή για αποφυγή των σκέψεων και καταφυγή στη λήθη.
Οι γρήγοροι ρυθμοί μας κουράζουν, ωστόσο όταν έχουμε την ευκαιρία να απαλλαγούμε έστω και προσωρινά μοιάζει να διστάζουμε. Άλλωστε, η δράση λειτουργεί συχνά ως μέσο απόσπασης, καλύπτοντας άγχη και καθησυχάζοντας αγωνίες. Επιτρέπει να μεταθέσουμε στο μέλλον αναπάντητα ερωτήματα και επιλογές που παραμένουν σε εκκρεμότητα καθώς δεν αφήνει περιθώριο για απολογισμούς, για τα σκοπίμως ξεχασμένα, για τα από καιρό καταχωνιασμένα. Απεναντίας, όταν ο χρόνος παύει να μας κυνηγάει, το κενό της ραστώνης και της ηρεμίας επιτρέπει να αναδυθούν εικόνες και συναισθήματα μη προβλέψιμα, σκέψεις που έχουμε προσπεράσει στο όνομα της επιβεβλημένης ταχύτητας, που έχουμε πιθανόν αγνοήσει ή που επιλέγουμε να μην διαχειριστούμε. Όταν η σκέψη δεν καθοδηγείται, ούτε γεμίζει με όσα εμείς επιλέγουμε, κινδυνεύει να κατευθυνθεί σε διαδρομές πιο αυτόνομες, όχι πια προκαθορισμένες.
Η επιθυμία να είμαστε συνεχώς δραστήριοι σηματοδοτεί μια άρνηση, έναν φόβο να μείνουμε μόνοι με τον εαυτό μας, αντιμέτωποι με μια σιωπή που θα επιτρέψει να ακούσουμε τις σκέψεις μας, να αποτιμήσουμε αυτό που συμβαίνει στο παρόν, να αναγνωρίσουμε πιθανά λάθη, να βιώσουμε τη θλίψη για όσα έχουν χαθεί. Η ανάγκη για διαρκή κίνηση αποτελεί μια σχεδόν καταδιωκτική στάση που καταλήγει να υποτιμά την αξία του «χαμένου» χρόνου, που όμως αποτελεί προϋπόθεση ώστε να απολαύσει κανείς τους καρπούς των κόπων του αλλά και να συνεχίσει να είναι ουσιαστικά παραγωγικός.
Φώνη Τζιτζιμίκα, Ψυχολόγος
Βιβλιογραφία
Κούντερα, Μίλαν. (1996). Η Βραδύτητα, Εκδόσεις Εστία.
Πρώτη δημοσίευση: Άρθρο στο Arts&Antiques CCR