Στην ερώτηση τι πιστεύει κανείς για το ψέμα, κατά πόσο θεωρεί αποδεκτό να το απευθύνει προς τους άλλους ή να το δέχεται από εκείνους, οι περισσότεροι -αν όχι όλοι- θα περιγράφαμε με δυσαρέσκεια και απογοήτευση την υιοθέτησή του σπεύδοντας να το καταδικάσουμε στις περισσότερες μορφές του. Ωστόσο αυτή η αυτονόητη, αναμενόμενη και εν πολλοίς επικροτούμενη αντίδραση, δεν αντανακλά με ακρίβεια τη σχέση μας με το ψέμα.
Αρχικά στις καθημερινές μας συναναστροφές, οδηγούμαστε συχνά στη χρήση του προκειμένου να διαχειριστούμε με ταχύτητα αλλά και με όσο το δυνατό λιγότερη συναισθηματική επιβάρυνση τα θέματα που προκύπτουν στις σχέσεις μας με τους γύρω, προκειμένου να αποφύγουμε μια ένταση ή τα επακόλουθα μιας ειλικρινούς δήλωσης που βρίσκει εμάς όσο και τους άλλους απροετοίμαστους να την δεχτούν και να τη διαχειριστούν. Έχει συχνά σχολιαστεί, υπό τύπο αστεϊσμού, πόσο δύσκολα ή αμήχανα θα εξελισσόταν η καθημερινή επικοινωνία αν η τυπική ερώτηση «Τί κάνεις?» ή «Πώς είσαι?» εκλαμβάνονταν κυριολεκτικά από τους συνομιλούντες. Πόσο έτοιμος θα ήταν κανείς να δεχθεί και να διαχειριστεί μια ειλικρινή απάντηση που θα τον αιφνιδίαζε, φέρνοντάς τον αντιμέτωπο με τα πραγματικά αισθήματα αυτού στον οποίο απευθύνεται, καλώντας τον να ανταποκριθεί αλλά και να κουβαλήσει τη δυσκολία, τον πόνο και την ενόχληση που συνεπάγεται το μοίρασμα μιας πιο προσωπικής πληροφορίας.
Κι αν το ψέμα μοιάζει δικαιολογημένο, ενίοτε και αναπόφευκτο στο πλαίσιο των τυπικών συναναστροφών, αντίστοιχα ξαφνιάζει το πόσο συχνά το επικαλούμαστε στις κοντινές μας σχέσεις, όταν αντιμέτωποι με προσδοκίες των σημαντικών ανθρώπων στη ζωή μας που δεν ταυτίζονται απαραίτητα με τις δικές μας, καταλήγουμε να χτίζουμε πάνω σε αυτό, όχι μόνο μια στιγμιαία δήλωση αλλά επιλογές ζωής με διάρκεια και με περιορισμένες δυνατότητες διαφυγής. Τα παραδείγματα είναι πολλά: η περίπτωση του γονιού που δυσκολεύεται να σεβαστεί την επιθυμία του παιδιού του να επιλέξει ένα επάγγελμα που αποκλίνει από τις προσωπικές του προσδοκίες, να πιστέψει σε ιδέες διαφορετικές από αυτές εκείνος πρεσβεύει, να ζήσει όπως εκείνο επιθυμεί, να πειραματιστεί και να παραστρατήσει με τον δικό του τρόπο καθώς αυτό εκλαμβάνεται ως αμφισβήτηση προς το πρόσωπό του με αποτέλεσμα να εγκλωβίζει το παιδί σε αδιέξοδα διλήμματα. Η περίπτωση του φίλου που απαιτεί την υιοθέτηση της θέσης του σε μια διαφωνία με τρίτους, αρνούμενος να παραδεχτεί τη λάθος στάση ή οπτική που έχει υιοθετήσει καθώς κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με προδοσία. Η περίπτωση του συντρόφου που προσδοκά τη διαρκή σύγκλιση με τις επιθυμίες του, την παραμέριση προσωπικών στόχων και επιδιώξεων καθώς η απόκλιση από τη δεδομένη ρουτίνα ανακινεί αγωνίες αναφορικά με τα συναισθήματα του άλλου, ή την έλλειψη διαφωνιών ως προς στάσεις ή συμπεριφορές του, καθώς αυτό εκλαμβάνεται ως απόρριψη ή υποτίμηση, καταλήγοντας να μετατρέπει την υιοθέτηση της αλήθειας σε απειλή για τη σχέση.
Αν και είναι θεμιτό οι γύρω μας, ιδιαίτερα οι πιο κοντινοί, να περιμένουν κάτι διαφορετικό από αυτό που επιθυμούμε, όταν η διατήρηση της σχέσης είναι συνάρτηση της σύγκλισης με το δικό τους τρόπο, τότε οι επιλογές στενεύουν. Όταν η αλήθεια τίθεται με τη μορφή απόλυτου διλήμματος, όταν συνιστά κίνδυνο σύγκρουσης και απώλειας, πόσο εύκολο είναι να την επιλέξει κανείς; Ιδιαίτερα μάλιστα όταν η απειλή δεν αφορά μόνο τη σχέση με τους άλλους – όπως στις παραπάνω περιπτώσεις – αλλά και προς τον ίδιο μας τον εαυτό, όπως στις περιπτώσεις που επιλέγουμε το ψέμα για να αποφύγουμε την ευθύνη των επιλογών μας. Άλλωστε είναι συχνά πιο εύκολο να στρέψουμε το θυμό μας αλλού, να είναι οι άλλοι αυτοί που φταίνε για τις χαμένες ευκαιρίες, για τις λάθος επιλογές αρκεί να καταφέρουμε να αποφύγουμε την ευθύνη που συνεπάγεται η παραδοχή.
Η αλήθεια δοκιμάζει τις σχέσεις μας. Μας αναγκάζει να κινηθούμε πέρα από την επιφανειακή συναναστροφή, φέρνοντάς μας αντιμέτωπους με αυτό που πραγματικά πρεσβεύουν οι άλλοι. Αλλά και με το ενδεχόμενο ρήξης, καθώς η ειλικρίνεια αναδεικνύει την όποια απόκλιση καλώντας μας να την συμπεριλάβουμε ως μέρος της σχέσης. Συνιστά πρόκληση να δεχθούμε το διαφορετικό ως αναπόσπαστο κομμάτι του άλλου, χωρίς να το ερμηνεύσουμε ως αμφισβήτηση της αξίας μας ή απειλή προς το εαυτό μας. Είναι δύσκολη γιατί μας εκθέτει, στα δικά μας μάτια και στα μάτια των άλλων. Απαιτεί να δώσουμε εξηγήσεις, αποκαλύπτοντας βαθύτερους λόγους για τις επιλογές μας, να μιλήσουμε για συναισθήματα που επιθυμούμε να αποκρύψουμε ή να αποποιηθούμε, που δεν έχουμε συνειδητοποιήσει ή δεν είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε. Προϋποθέτει να παραδεχτούμε – πρωτίστως προς τον εαυτό μας – ολιγωρίες και παραλείψεις, να αναγνωρίσουμε όσα αγνοήσαμε, ότι επιτρέψαμε να παρασυρθούμε, να ξεγελαστούμε, να υποχωρήσουμε στα θέλω μας, γιατί ο φόβος και ο δισταγμός ήταν πιο σημαντικά από την επιθυμία μας. Ωστόσο, όσο κι αν μας δυσκολεύει, είναι προφανές ότι όσο πιο γρήγορα την υιοθετήσουμε, τόσο λιγότερους λόγους θα έχουμε για την αποφύγουμε. Άλλωστε, όπως λέγεται, «Η αλήθεια είναι πικρή μόνον όταν έχουν προηγηθεί πολλά ψέματα».
Φώνη Τζιτζιμίκα, Ψυχολόγος
Πρώτη δημοσίευση: Άρθρο στο Arts&Antiques CCR