Μια ανάγνωση της ταινίας Lalaland ως ύμνος στα ανεκπλήρωτα

Κάποιες ταινίες μένουν για καιρό στο μυαλό μας. Άλλοτε γιατί μας έχουν συγκινήσει, μέσα από τις περιπέτειες και τις συγκρούσεις των ηρώων τους. Άλλοτε πάλι επειδή έχουν καταφέρει να μας προβληματίσουν, θέτοντας ερωτήματα που δεν είχαμε προλάβει να σκεφτούμε ή δεν είχε χρειαστεί να απαντήσουμε. Παρακολουθώντας το ξεδίπλωμα της ιστορίας τους, έχουμε ταυτιστεί με τους ήρωές τους, ζώντας για λίγο τις συγκρούσεις και τα δράματά τους, τις λύπες και τις χαρές τους, αναβιώνοντας, ή αναπολώντας και προσμένοντας τις δικές μας. Έχουν αποκτήσει ιδιαίτερη σημασία καθώς έχουν συμπέσει με μια σημαντική στιγμή στη ζωή μας που απέδωσε στο νόημά τους ακόμη μεγαλύτερη βαρύτητα. Έχουν ενίοτε προταθεί από πρόσωπα σημαντικά, γεγονός που προσδίδει μεγαλύτερη βαρύτητα στο περιεχόμενό τους. Άλλοτε πάλι έχουν αποτυπωθεί στη μνήμη μας καθώς το νόημά τους ακουμπάει σε ευαίσθητες χορδές, μας ξαφνιάζει και μας κινητοποιεί με έναν τρόπο πιο προσωπικό, αν και όχι πάντα ευδιάκριτο και κατανοητό.

Μια τέτοια περίπτωση αποτελεί η ταινία Lalaland. Δεν είναι αγαπημένη ταινία, δεν κατέχει κορυφαία θέση στις προτιμώμενες, ούτε απαραίτητα στις προτεινόμενες. Ωστόσο έχει «κάτι» που την ξεχωρίζει, που την κάνει ιδιαίτερη καθώς καταφέρνει να συγκινεί, να αφήνει το στίγμα της με έναν τρόπο μοναδικό και ενδεχομένως ανεξήγητο.  Η ιστορία απλή, σχεδόν απλοϊκή: η συνάντηση δύο νέων ανθρώπων που αγωνίζονται να κάνουν τα όνειρά τους πραγματικότητα καθώς παλεύουν να ισορροπήσουν το χρόνο και την ενέργειά τους ανάμεσα στη σχέση και την εκπλήρωση των φιλοδοξιών τους.  Ακόμη κι όταν αυτή η ισορροπία δεν είναι ικανοποιητική με αποτέλεσμα να οδηγεί σε συγκρούσεις και απογοητεύσεις, παραμένουν σταθερά υποστηρικτικοί ο ένας προς τον άλλον: διατηρούν την πίστη τους στις ικανότητες του συντρόφου αλλά και τη διάθεση να ενθαρρύνουν και να παρακινήσουν την προσπάθειά του προς την εκπλήρωση του κρυφού πόθου. Δυστυχώς, ό,τι όμορφο τους δένει, δεν είναι αρκετό να τους κρατήσει μαζί. Μέσα από μια γρήγορη ματιά στο μέλλον, βλέπουμε να έχουν κατακτήσει τους προσωπικούς στόχους, ωστόσο οι δρόμοι τους είναι χωριστοί. Επίλογος – κορύφωση της ιστορίας, η τυχαία – σχεδόν στιγμιαία – συνάντησή τους,  όπου με έναν ποιητικό τρόπο, δίχως να ανταλλάξουν κουβέντα, παρά μόνο ματιές που πλαισιώνονται από την αγαπημένη, γνώριμη και στους δυο μελωδία, ξεδιπλώνονται υπό μορφή φωτογραφικών στιγμιότυπων όλα εκείνα που θα μπορούσαν να έχουν συμβεί μεταξύ τους, παράλληλα με την επίτευξη των στόχων τους. Ο φακός συμπληρώνει κομμάτια που έμειναν ανολοκλήρωτα σε μια «τι θα γινόταν αν» εκδοχή, όπου όσα δεν μπόρεσαν να εξελιχθούν αλλά έμειναν μισά και ανεκπλήρωτα, εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια μας, μέσα από τα δικά τους μάτια, για όσο κρατάει η μελωδία.

Τί δεν πήγε καλά, τί δεν έγινε σωστά, γιατί εν τέλει δεν κατάφεραν να κάνουν πράξη όσα όμορφα θα μπορούσαν να έχουν γίνει μεταξύ τους; Ένα «γιατί» που αιωρείται σαν εκκρεμότητα, μια φόρτιση που διαρκεί και που αφήνει το αποτύπωμά της, ένα παράπονο που μένει ανοιχτό εξίσου και για τον θεατή, που αναζητά μια απάντηση, ένα νόημα σ’ αυτό το όμορφο που έμεινε μισό ενώ έμοιαζε και οι δυο τόσο να επιθυμούν. Αντιμέτωπος με το ανεκπλήρωτο, ο θεατής καλείται να ξαναθυμηθεί προσωπικές του παραλείψεις. Ένα δικό του παράπονο ενεργοποιείται καθώς ταυτίζεται με τους ήρωες και την ιστορία τους. Όσα δεν πάλεψε και ο ίδιος αρκετά, όσα επιθύμησε ή φαντάστηκε αλλά δεν διεκδίκησε τόσο ώστε να πάρουν σχήμα, σάρκα και οστά, ξανάρχονται μπροστά του, με αφορμή μια ιστορία που δεν είναι δική του, αλλά γίνεται για λίγο καθώς μοιάζει όσο χρειάζεται με δικά του μακρινά και καταχωνιασμένα που έχει επιθυμήσει στο παρελθόν να είχαν εξελιχθεί διαφορετικά και που ωστόσο έμειναν μισά. Οι επιλογές των πρωταγωνιστών συγκινούν καθώς ξαναθέτουν αναπάντητα ερωτήματα, που αναζητούν μια εξήγηση που δεν έχει ακόμη δοθεί.  

Ο θεατής, με αφορμή την ιστορία της ταινίας, αναλογίζεται όσα άφησε πίσω και επεξεργάζεται την αξία τους για τον ίδιο. Ήταν πράγματι τόσο σημαντικά όσο έμοιαζαν; Ένα ερώτημα που τίθεται αναπόφευκτα και για τους ήρωες που φαίνεται να ζουν μια υπέροχη ιστορία αγάπης, ωστόσο με ευκολία την αφήνουν να σκορπιστεί σαν κόκκοι άμμου σε ανοιχτή παλάμη. Μια στιγμή στην ταινία συνοψίζει αυτή τη σκέψη – η κοπέλα έχει μόλις ολοκληρώσει μια σπουδαία οντισιόν, που θα ανοίξει ορίζοντες για την καριέρα της ως ηθοποιός. Οι δυο τους κάθονται μαζί σε ένα ύψωμα και αγναντεύουν τον ορίζοντα. Καθώς μοιράζεται την αγωνία της για την απάντηση που περιμένει, ρωτάει τον φίλο της για το «που πάει» το μεταξύ τους. Εκείνος της μιλά για όσα σπουδαία την περιμένουν, για την ενέργεια που θα χρειαστεί να επενδύσει ώστε να ανταπεξέλθει σε αυτά, αναγνωρίζοντας παράλληλα ότι θα χρειαστεί να κάνει και εκείνος το αντίστοιχο προκειμένου να εκπληρώσει τους δικούς του στόχους. Στην απάντησή του δεν υπάρχει χώρος για το μεταξύ τους. «Θα σε αγαπώ για πάντα», ανταπαντά η κοπέλα. Μια σπουδαία παραδοχή που συνοδεύεται από ένα γρήγορο κλείσιμο στην προοπτική της σχέσης τους. Μια ταυτόχρονη συναίνεση που αποκλείει το μαζί από τα μελλοντικά τους σχέδια. Μια διεκδίκηση που μένει μετέωρη και ανεκπλήρωτη, αφήνοντας στον θεατή τη θλίψη και την πικρία για το πόσο λίγο προσπάθησαν, λειτουργεί παράλληλα σαν πρόκληση, καλώντας τον, με αφορμή μια άλλη ιστορία να αναλογιστεί όσα άφησε πίσω του «εύκολα» ή «γρήγορα», να αναρωτηθεί αν ήταν  τελικά τόσο σημαντικό όσο έμοιαζαν.

Δεδομένου ότι οι ερμηνείες για μια ταινία είναι πάντα υποκειμενικές, καθώς καθένας προβάλλει κομμάτια της δικής του ιστορίας, η όποια σύγκλιση καθίσταται σπάνια, ενδεχομένως και αδύνατη. Ωστόσο, όσο διαφορετικό κι αν είναι το νόημα που δίνει κανείς στο περιεχόμενό της, η δυνατότητα της πλοκής να κινητοποιήσει κάτι πιο προσωπικό, να συγκινήσει, να προβληματίσει, να αποτελέσει εν τέλει ευκαιρία για προσωπική επεξεργασία, αποτελεί μια πρώτη ένδειξη «ποιότητας», καθώς συμβαδίζει με το στόχο της κάθαρσης ως βασικό συστατικό πετυχημένης αναπαράσταση μιας ιστορίας. Συνεπώς αν και δεν ανήκει στις αγαπημένες ταινίες, το La la land θα μπορούσε δικαιωματικά να συμπεριληφθεί στις προτεινόμενες.

Φώνη Τζιτζιμίκα, Ψυχολόγος

Ταινία La La Land (2016). Αμερικάνικο μιούζικαλ, σκηνοθεσία Damien Chazelle.

Πρώτη δημοσίευση: Άρθρο στο Arts&Antiques CCR

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Search

Πιο δημοφιλή:

Ημερολόγιο
Απρίλιος 2024
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
1234567
891011121314
15161718192021
22232425262728
2930