Συχνά στη ζωή μας ερχόμαστε αντιμέτωποι με ανατροπές που προκαλούν έντονη ανασφάλεια καθώς θέτουν υπό αμφισβήτηση δεδομένες ισορροπίες. Είτε προκύπτουν στο επίπεδο των προσωπικών σχέσεων, είτε αφορούν εξελίξεις σε παγκόσμιο κλίμακα, κλονίζουν αναπόφευκτα μαζί με τις παγκόσμιες ισορροπίες και τα προσωπικά κεκτημένα, που όσο ανατρέπονται, τόσο ενισχύουν την επιθυμία να διατηρήσουμε μια κάποια αίσθηση ελέγχου. Το αίσθημα της αβοηθησίας που μας κατακλύζει κάνει ακόμη πιο επιτακτική την ανάγκη να αποφασίζουμε έστω για κάποια από τα πράγματα που μας αφορούν, προκειμένου να ανακτήσουμε μια αίσθηση δύναμης που μοιάζει να έχει χαθεί για τα καλά.
Πολλές φορές τα γεγονότα που αντιμετωπίζουμε φαίνεται να ξεπερνούν την ικανότητά μας να τα αντιπαλέψουμε. Από τον μικρόκοσμο του εργασιακού μας περιβάλλοντος όπου η απόφαση ενός προσώπου δημιουργεί ανασφάλεια αναφορικά με τον βιοπορισμό μας, μέχρι τους νέους νόμους και κανονισμούς που εισάγονται σε κρατικό ή διεθνές επίπεδο, είμαστε συχνά αντιμέτωποι με μια συνθήκη που υπερβαίνει τις δυνάμεις μας. Η επιβολή από κάποιον ανώτερο σε ισχύ και επιρροή, είτε πρόκειται για πρόσωπο ή φορέα, επηρεάζει συνολικά τη ζωή μας, με έναν απόλυτο, ενίοτε σαρωτικό τρόπο, αφήνοντάς μας με ανάμεικτα συναισθήματα θυμού, φόβου και αγανάκτησης. Τα συναισθήματα αυτά δεν οδηγούν απαραίτητα σε μια αντίστοιχη αντίδραση, αναγκαία ώστε να εκφράσουμε την αντίθεσή μας. Εγκλωβισμένοι σε μια αίσθηση αδυναμίας απέναντι σε όσα σημαντικά μας επιβάλλονται, συχνά υποτιμούμε το νόημα όποιας αντίδρασης, καθώς φαντάζει – και εν μέρει ενδεχομένως είναι- απειροελάχιστα μικρή, σε σχέση με την δύναμη που επιθυμούμε να αντιπαλέψουμε. Νιώθοντας μικροί και ασήμαντοι απέναντι στα γεγονότα, οδηγούμαστε σε συμπεριφορές εγκατάλειψης, σε ένα συναισθηματικό μούδιασμα που καταλήγει στην αδράνεια.
Ωστόσο, κατά πόσο η προσπάθεια που μοιάζει μικρή αναλογικά με το μέγεθος της «αντίπαλης δύναμης», την καθιστά αυτομάτως και «λίγη», «ανούσια» και «μάταιη»; Είναι γεγονός ότι η δέσμευση σε μια προσπάθεια είναι συνάρτηση της πεποίθησης ότι μπορεί να οδηγήσει στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Η διάρκεια αλλά κυρίως η αποτελεσματικότητά της είναι συνυφασμένη με την εμπιστοσύνη στην αποδοτικότητά της. Για να μπορούμε να δεσμευτούμε σε αυτήν, έχουμε ανάγκη να αναγνωρίζουμε με ποιον τρόπο η διαδρομή, σε όλα τα ενδιάμεσα βήματα, οδηγεί προς την κατάκτηση του τελικού στόχου. Προκειμένου να παραμεριστούν τα εμπόδια που προκύπτουν στην πορεία προς αυτόν, χρειαζόμαστε την απαραίτητη ανατροφοδότηση που θα ενθαρρύνει τη συνέχιση της δράσης. Όταν αυτή απουσιάζει, η όλη προσπάθεια μοιάζει να γίνεται στα τυφλά, ακυρώνοντας το νόημά της. Το αποτέλεσμα χρειάζεται να είναι ορατό σε κάθε στάδιο της προσπάθειας, ώστε να αποφύγουμε την απογοήτευση που οδηγεί αναπόφευκτα στην εγκατάλειψη.
Είναι γεγονός ότι πολύ συχνά καλούμαστε να προσπαθήσουμε «στα τυφλά». Ας πάρουμε για παράδειγμα την περίπτωση που δοκιμάζει κανείς να φυτέψει για πρώτη φορά έναν σπόρο. Για κάποιες μέρες, ενίοτε και εβδομάδες, χρειάζεται να δεσμευτεί στη φροντίδα του ποτίσματος χωρίς να είναι άμεσα ορατά τα αποτελέσματα της δράσης του. Σε κάποιον που παρατηρεί τη συμπεριφορά του, και που δεν έχει την σχετική βεβαιότητα για το που οδηγεί αυτή, μοιάζει σα να ρίχνει άσκοπα νερό στο χώμα. Για τον ίδιο ωστόσο τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Ακόμη κι αν δεν βλέπει για αρκετές μέρες το κλωναράκι να πετιέται από το χώμα, η κρυφή προσμονή του αποτελέσματος παραμένει ζωντανή. Η προοπτική της πράξης του ξετυλίγεται νοερά μπροστά στα μάτια του, σε κάθε βήμα της προσπάθειας, επιτρέποντάς του να πειθαρχεί στο στόχο, αλλά και να παραβλέπει ότι οι μέρες που περνούν δεν φέρνουν – ακόμη – αποτέλεσμα. Κάθε πότισμα κρύβει την κρυφή αγωνία αλλά και τη βεβαιότητα ότι σύντομα θα δει το πρώτο φυλλαράκι να πετιέται από το χώμα, δικαιώνοντας τη δέσμευσή του στην προσπάθεια.
Σε πόσα πράγματα στη ζωή μας καλούμαστε να προσπαθούμε σιωπηλά? Να επενδύουμε χρόνο και ενέργεια σταθερά, ακριβώς επειδή έχουμε την ικανότητα να βλέπουμε νοερά το τέλος της διαδρομής. Που όσο κι αν μοιάζει αποθαρρυντικά μακρινό, ωστόσο δεν μας αποτρέπει από το να εμμένουμε, καθώς συνειδητοποιούμε ότι ο κόπος των ενδιάμεσων σταδίων είναι αναγκαίος για να φτάσουμε εκεί που επιθυμούμε.
Τα πράγματα διαφοροποιούνται όταν πρόκειται για μια προσπάθεια που ξεπερνά το ατομικό και εμπλέκει τη συλλογική δράση, καθώς η επίτευξη των προσωπικών στόχων έχει το πλεονέκτημα ότι εξαρτάται αποκλειστικά από την ατομική κινητοποίηση. Όταν η συμμετοχή των πολλών είναι προϋπόθεση για να επιτευχθεί ένας μακρινός, πολύ μεγαλύτερος στόχος που ξεπερνάει το εύρος της δράσης του ενός, χρειάζεται κανείς να φανταστεί και να εμπιστευτεί όχι μόνο τα σιωπηλά βήματα της δικής του δράσης αλλά και αυτής των άγνωστων άλλων. Τα βήματα προς τον στόχο επιμερίζονται πλέον όχι μόνο σε σχέση με τον χρόνο αλλά και ως προς διαφορετικά πρόσωπα, των οποίων η δράση είναι έξω από τον έλεγχό μας, αυξάνοντας το ενδεχόμενο της απογοήτευσης, που κάνει την εγκατάλειψη πιο πιθανή.
Ωστόσο, το λίγο του καθενός γίνεται πολύ όταν αθροίζεται. Η μικρή, ασήμαντη, μηδαμινή προσπάθεια του ενός είναι πολύ μεγάλη, ενδεχομένως υπεραρκετή, όταν καταφέρνει να γίνει μαζική. Ο Περικλής Κοροβέσης φαίνεται ότι συνήθιζε να διηγείται ένα σχετικό παραμύθι:
«Μια φορά έπιασε φωτιά το δάσος και όλα τα ζώα έτρεχαν να κρυφτούν για να σωθούν. Και τότε ένα τόσο δα πλασματάκι, το λιλιπούτειο κολιμπρί, το πουλάκι που ήταν σαν έντομο μικρό, πήγε στο ποτάμι και πήρε λίγο νερό στο ράμφος του και πέταξε πίσω στις φλόγες και το έριξε πάνω τους για να τις σβήσει. Και ξαναπήγε να ξαναπάρει νερό και να το ξαναρίξει στη φωτιά. Αμέτρητες φορές.
– «Μα δεν θα καταφέρεις να σβήσεις τη φωτιά», του έλεγαν τα άλλα ζώα, «τι κάνεις;».
– «Εγώ πάντως κάνω ό,τι μπορώ για να σβήσω τη φωτιά» τους απάντησε.
Δεν ορίζουμε το λίγο των άλλων ούτε μπορούμε να εξασφαλίσουμε τη δέσμευσή τους σε αυτό. Ορίζουμε όμως το δικό μας λίγο προς έναν στόχο, που ακόμη και αν χρειάζεται τη συμμετοχή των άλλων για να επιτευχθεί στο ακέραιο, παραμένει εξίσου και δικός μας. Όσο καταφέρνουμε να εκπληρώσουμε το μερίδιο που μας αναλογεί, αξιολογώντας το σαν αναγκαίο μέρος του όλου που προσδοκούμε, δίνουμε στους άλλους το παράδειγμα γι’ αυτό που θεωρούμε ότι καλούνται να κάνουν εξίσου, χωρίς να αφήνουμε τη δική μας ευθύνη να τους βαρύνει. Ακόμη κι αν χρειαζόμαστε τη δική τους φωνή σαν συμπλήρωμα στη δική μας, το να περιμένουμε να εκπροσωπηθούμε μέσα από τη δράση των άλλων, είναι σαν να τους παραχωρούμε μια υποχρέωση προς τον εαυτό μας, περιμένοντας να καλύψουν αυτό που έχουμε ανάγκη. Ωστόσο το δικαίωμα της έκφρασης δεν μπορεί ούτε να καθορίζεται αλλά ούτε και να αποτιμάται με βάση το βαθμό που θα εξασκηθεί εξίσου από τους υπόλοιπους. Όσο διατηρούμε την εμπιστοσύνη στην αξία της δικής μας προσπάθειας, κρατώντας ζωντανή στη φαντασία την εικόνα του «λίγου» που συμβάλλουμε να ενώνεται με το «λίγο» των άλλων, τότε το απειροελάχιστο της δράσης γίνεται πολύ, τόσο που καταλήγει να κάνει τα φυλλαράκια να ανθίζουν και να μετατρέπονται σε δάση ολόκληρα, να σβήνουν όλες τις φωτιές και απομακρύνουν όλους τους κινδύνους.
Φώνη Τζιτζιμίκα, Ψυχολόγος
*(Με αφορμή το άρθρο –αποχαιρετισμός στον Περικλή Κοροβέση).
https://www.efsyn.gr/stiles/ypografoyn/239150_kolimpri-mas
Πρώτη δημοσίευση: Άρθρο στο Arts&Antiques CCR