Συχνά στη ζωή μας ερχόμαστε αντιμέτωποι με καταστάσεις και συμπεριφορές που μας πληγώνουν ή μας απογοητεύουν. Οι επιθυμίες μας ματαιώνονται, οι προσδοκίες μας διαψεύδονται όταν οι άνθρωποι που θεωρούσαμε κοντινούς και που εμπιστευόμασταν δεν καταφέρνουν να ανταποκριθούν σε όσα περιμέναμε από εκείνους. Η αίσθηση της προδοσίας μας πνίγει και κορυφώνει μέσα μας την πικρία και την οργή για την αδικία που υποστήκαμε. Ακόμη κι αν οι δικές μας πράξεις οδήγησαν ή άνοιξαν το δρόμο, με κάποιον τρόπο επέτρεψαν ή διευκόλυναν “το κακό” που μας συνέβη, η θλίψη και ο θυμός κυριαρχούν και αναζητούν μια εκτόνωση, κάποιας μορφής ηθική δικαίωση που θα μετριάσει τα αρνητικά συναισθήματα και θα επαναφέρει την εσωτερική ισορροπία που έχει διαταραχθεί. Η επιθυμία για εκδίκηση μετατρέπεται τότε σε διακαή αν και συχνά ανομολόγητο πόθο, που παίρνει τη μορφή συγκεκριμένων σκέψεων, όπως “ευχές και κατάρες” που απευθύνουμε, σιωπηλά ή φωναχτά, σε αυτόν μας έχει βλάψει. Καθώς η ανάγκη για ηθική αποκατάσταση γίνεται όλο και πιο επιτακτική, ελπίζουμε να βρει μπροστά του το κακό που προκάλεσε. Ωστόσο, ακόμη κι όταν κανείς καταφεύγει σε λεκτικές επιθέσεις και προσβολές προκειμένου να εκτονώσει ή να ανταποδώσει την ένταση που βιώνει, σπάνια καταφέρνει να αποκαταστήσει τη χαμένη ηρεμία. Η επιθυμία για εκδίκηση παραμένει ζωντανή καθώς αναζητά μια πιο “ισότιμη” τιμωρία, που θα εξασφαλίσει ότι ο άλλος θα βιώσει με διάρκεια τη θλίψη, την προδοσία, την απώλεια που προκάλεσε.
Συμβαίνει συχνά οι όποιες διηγήσεις ή οι περιγραφές των όσων συνέβησαν, να καταφέρνουν μόνο σε κάποιο βαθμό να εκφορτίσουν τα αρνητικά συναισθήματα που μας κατακλύζουν. Οι επαναλαμβανόμενες αναφορές κινδυνεύουν να λειτουργήσουν ως φαύλος κύκλος, σα σισυφικό μαρτύριο όπου η συχνά ανούσια και επώδυνη αναπαράσταση λόγων και πράξεων φέρνει το συμβάν στο παρόν ξανά και ξανά. Η διήγηση, αντί να λειτουργήσει ως μέσω ανακούφισης που θα οδηγήσει στην απαραίτητη κάθαρση, πυροδοτεί μια επώδυνη αναβίωση τραυματικών συναισθημάτων που ανασύρονται από τη μνήμη και μας ξαναπληγώνουν στο τώρα. Η ηθική αποκατάσταση που αποζητούμε δεν μπορεί να επιτευχθεί στο βαθμό, τη στιγμή ή με τη διάρκεια που την επιθυμούμε, όσο είναι συνυφασμένη με την έννοια της ανταποδοτικής τιμωρίας. Επιπλέον, η αναπόφευκτη άγνοια ως προς την εξέλιξη της ζωής του άλλου, των συνθηκών και των παραμέτρων, των ανατροπών και των επιρροών που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως πλήγμα ή ενόχληση, αφήνει την επιθυμία μας μετέωρη. Όσο κι αν φανταζόμαστε ότι η επίμονη διατήρηση της εκκρεμότητας σε σχέση με το αρνητικό που έχουμε υποστεί θα λειτουργήσει καθαρτικά έναντι της έντασης που βιώνουμε, το μόνο που κατορθώνουμε είναι να παρατείνουμε τη βλάβη που έχουμε υποστεί μέσα από τη συντήρηση της ανάμνησής της. Απεναντίας, προκειμένου να μετριάσουμε και εν τέλει να απαλλαγούμε από ό,τι τραυματικό έχουμε υποστεί, καλούμαστε να αποδεχτούμε ότι η επεξεργασία των όσων έχουν συμβεί είναι μια εσωτερική διαδικασία, που συνεπάγεται έναν απολογισμό, την ανάληψη της προσωπικής ευθύνης που για καλή μας τύχη πάντα μας αναλογεί και που είναι αυτή που θα μας προστατέψει από κάθε επόμενη κακή πιθανότητα, από κάθε δυνητικά κακή εξέλιξη στο συσχετισμό μας με τους άλλους. Είτε μας αρέσει είτε όχι, όσο επικεντρωνόμαστε μόνο σε αυτό που μας προκάλεσε ο άλλος ποτέ δε θα καταφέρουμε να δούμε καθαρά τη δική μας συμμετοχή, τη δική μας συναίνεση, εν τέλει τη δική μας συνενοχή στη δική του στάση.
Παρά ταύτα, η ιδέα της τιμωρίας του άλλου είναι πάντοτε ανακουφιστική. Ακριβώς όμως επειδή την ελέγχουμε ελάχιστα ή καθόλου, η ίδια ιδέα μπορεί να καταστεί εξίσου βασανιστική. Η στωική φιλοσοφία, δια στόματος Επίκτητου, έρχεται να συμπληρώσει το κενό που η ίδια η δράση μας αδυνατεί να αποκαταστήσει, με έναν εύστοχο και ουσιαστικό τρόπο. Συγκεκριμένα, στη διδασκαλία του Επίκτητου η έννοια της υπερφυσικής τιμωρίας που προέρχεται από τον θεό καθώς και η απειλή της κόλασης εκλείπουν (Ξενάκης, 1983). Η τιμωρία του ανθρώπου είναι συνυφασμένη με την ανυπακοή στον Δία μιας και συνεπάγεται ότι η πράξη του δεν ταυτίζεται με το “πρέπον”, με συνέπεια να καταστρέφει την αυτοεκτίμησή του, τον εαυτό του, ό,τι καλό κρύβει μέσα του. Σύμφωνα με αυτήν την οπτική, ο άνθρωπος που κάνει κάτι κακό, στην ουσία αυτοτιμωρείται, καθώς η ευτυχία του νοείται μόνο σε συνάρτηση με το σεβασμό στους νόμους και την τάξη του κόσμου (Long (2002). Συνεπώς η ίδια η αποτυχημένη ή στρεβλή πράξη, η ίδια η λανθασμένη επιλογή σημαίνει την εναντίωση στην τάξη των πραγμάτων, γι’ αυτό και συνιστά από μόνη της τιμωρία που οδηγεί στην απώλεια της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της πίστης, της συγκράτησης, της κοσμιότητας, όλων των αξιών που προσδιορίζουν τον ευτυχή, τον ολοκληρωμένο, τον ευδαίμονα. «ἀλλ’ “ὡς ὁ Ζεὺς διέταξεν, τοῦτο ποίησον: ἂν δὲ μὴ ποιήσῃς, ζημιωθήσῃ, βλαβήσῃ”. ποίαν βλάβην; ἄλλην οὐδεμίαν, ἀλλὰ τὸ μὴ ποιῆσαι ἃ δεῖ: ἀπολέσεις τὸν πιστόν, τὸν αἰδήμονα, τὸν κόσμιον. τούτων ἄλλας βλάβας μείζονας μὴ ζήτει» (Διατριβαί ΙΙΙ. 7.36.)
Η πράξη σου είναι η ίδια σου η τιμωρία, λέει ο Επίκτητος. Δεν χρειάζεται να υποστείς κάτι πέρα, πάνω, επιπλέον σε αυτό, καθώς με την ίδια σου τη στάση, με την ίδια σου την επιλογή έχεις προκαλέσει πέραν όποιας άλλης ποινής, μια βλάβη στον ίδιο σου τον εαυτό που θα σε ακολουθεί, μαζί με όλες τις ηθικές συνέπειες που επισύρει μέσα της. Η τιμωρία ή η επιβράβευση δεν εξαρτάται από την επακόλουθη δράση των άλλων, του νόμου, της ανθρώπινης δικαιοσύνης, απεναντίας συμπεριλαμβάνεται μέσα στην ίδια την πράξη. Ακόμα κι όταν η ποινή που προκύπτει από την εφαρμογή του νόμου είναι ελλιπής ή δεν ενεργοποιηθεί ή δεν άπτεται του είδους της πράξης, όπως στα καθημερινά ζητήματα των σχέσεων, των επαφών και των συσχετισμών που δεν εμπίπτουν στα αδικήματα, στις παραβάσεις του νόμου, αλλά αφορούν τον άγραφο νόμο της ηθικής, η ίδια η πράξη είναι πλήρης ως προς την ανταμοιβή ή τη βλάβη που επιφέρει. Ίσως αυτός να είναι ο πιο σίγουρος τρόπος προκειμένου κανείς να εξισορροπήσει την ηθική αποκατάσταση που πασχίζει να λάβει, μιας και δεν προέρχεται από έξω, από τους άλλους, πόσο μάλλον από εκείνον που μας έβλαψε, αλλά από τον ίδιο μας τον εαυτό και τις αξίες που εμείς σεβόμαστε και επιθυμούμε να κυριαρχούν στη ζωή μας και στις σχέσεις μας, των οποίων ο άλλος κρίνεται πανηγυρικά ανάξιος μέσω της επιλογής που σηματοδοτεί η πράξη του.
Φώνη Τζιτζιμίκα, Ψυχολόγος
Πρώτη δημοσίευση: Άρθρο στο Arts&Antiques CCR
Βιβλιογραφία
Επίκτητος, Άπαντα: Διατριβαί Α-Δ, μτφρ. Φιλολογική Ομάδα Κάκτου, Αθήνα: Εκδ. Κάκτoς, 1994.
Ξενάκης Τζ. (1983) Επίκτητος ζωή και Στωικισμός, Αθήνα: εκδ. Νεφέλη.
Long A. A. (2002) Epictetus: A Stoic and Socratic guide to life, Oxford, New York: Clarendon Press
[ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ –
ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΚΑΙ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗΣ
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ
Κατεύθυνση: Ιστορία της Φιλοσοφίας
Γεώργιος Τσακιρίδης
Θεός, κόσμος και άνθρωπος στη φιλοσοφία του Επίκτητου
Μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία
Επιβλέπων Καθηγητής: Γ. Ζωγραφίδης
Θεσσαλονίκη 2020]