Το αφήσαμε για αύριο*

Πολύ συχνά πιάνουμε τον εαυτό μας να ανυπομονούμε να τελειώσει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα μια υποχρέωση που έχουμε αναλάβει, που μας κουράζει, μας πιέζει ή μας δυσκολεύει. Να ελπίζουμε ο χρόνος να κυλήσει για να ξεμπερδέψουμε με αυτό που μας είναι δυσάρεστο. Να ευχόμαστε να περάσει η ώρα όσο το δυνατόν πιο γρήγορα προκειμένου να απαλλαγούμε από αυτό που μας είναι ανιαρό, ενοχλητικό. Να επιθυμούμε να προσπεράσουμε τη στιγμή για να έρθει μια άλλη, όχι απαραίτητα πολύ χαρούμενη ή συναρπαστική, απλά λίγο πιο ξεκούραστη ή λιγότερο βαρετή. Μοιάζει σαν να θέλουμε να τρέξουμε τη μέρα – όπως όταν παρακολουθούμε μια μαγνητοσκοπημένη ταινία που έχει πάψει να προσελκύει το ενδιαφέρον μας, που φαντάζει ανούσια και μας ωθεί να πατήσουμε το “fast forward”, να προσπεράσουμε τις σκηνές για να φτάσουμε σε ένα σημείο πιο ενδιαφέρον, πιο σημαντικό.

Τι είναι ωστόσο αυτό που προσδοκούμε να τελειώσει; Όσο λογικό και αναμενόμενο μοιάζει στην περίπτωση ενός βαρετού θεάματος είναι ωστόσο ακατανόητο όταν η προσδοκία αυτή αφορά στην καθημερινότητα καθώς αυτό που “τρέχουμε μπροστά”, που προσπερνάμε, που δεν επιθυμούμε να παρακολουθήσουμε, που αποποιούμαστε, που ανταλλάσσουμε με μια επόμενη σκηνή είναι ο προσωπικός μας χρόνος. Ιδιαίτερα μάλιστα όταν αυτή η επιθυμία δεν προκύπτει ως παιδική προσμονή, ως ανυπομονησία για κάτι που επίκειται, όπως ένα ταξίδι ή μια εκδρομή, μια σημαντική προσωπική στιγμή, μια επικείμενη στιγμή που ισοδυναμεί με έναν κρυφό πόθο και που αναπόφευκτα μονοπωλεί την προσοχή μας γεμίζοντάς μας με αγωνία για το πότε επιτέλους θα τη ζήσουμε. Απεναντίας, συνιστά μια απερίσκεπτη, σχεδόν αγνώμων στάση απέναντι στη ζωή και τις στιγμές που την απαρτίζουν, τις οποίες άθελά μας απαξιώνουμε, υποτιμούμε και σπρώχνουμε για να ξεφορτωθούμε, λες και δεν μας ανήκουν, λες και δεν συνιστούν μοναδικά δικά μας αποκτήματα, στιγμιότυπα της ιστορίας μας, που όσο αυξάνονται τόσο πολλαπλασιάζουν τον παρελθόντα χρόνο και ροκανίζουν όλες τις πολυπληθείς αλλά πεπερασμένες στιγμές που μας απομένουν.

Ο Χρόνης Μίσσιος (1988) σχολιάζει με έναν μοναδικά καυστικό και εύστοχο τρόπο την τάση του ανθρώπου να προσπερνά τις στιγμές, να σπεύδει χωρίς στόχο και χωρίς συναίσθηση του τί αφήνει πίσω, να απαξιώνει το χρόνο αγνοώντας τις όμορφες στιγμές που φέρει, τυφλός απέναντι στη χαρά της απόλαυσης στο τώρα, προσβλέποντας σε ένα αύριο που χτίζει ανούσια, μιας και ενώ βρίθει ευκαιριών να συναισθανθεί και να μοιρασθεί, αφήνεται να το διασχίσει αδαής και αγνώμων, με το βλέμμα καρφωμένο σε ένα άδειο μετά που δεν σέβεται και δεν τιμά.

Δυσκολευόμαστε να ζήσουμε στο παρόν, να χαρούμε, να απολαύσουμε αυτό που υπάρχει στο τώρα, καταδιωκόμενοι από μελλοντικούς στόχους. Όλη μας η προσοχή είναι επικεντρωμένη σε μια ατέρμονη προετοιμασία, σε μια πρόληψη για ένα ύστερα που ισοδυναμεί με μια διαρκή μετάθεση στο μέλλον ως προς την εκπλήρωση των επιθυμιών μας, τη χαλάρωση και την απόλαυση της στιγμής. Ο φόβος για το μέλλον, η ενοχή σε σχέση με το παρελθόν, η υποχρέωση να αναγνωριστούμε και να είμαστε αποδοτικοί και παραγωγικοί μας εμποδίζει να σταματήσουμε για λίγο τη δράση, να ζήσουμε τη στιγμή, χωρίς να σχεδιάζουμε, χωρίς να προετοιμαζόμαστε, χωρίς να πρέπει να εξαγοράσουμε τη χαλάρωση και τη χαρά με κόπο και μόχθο. Η σκέψη που τρέχει στο πριν και στο μετά μας εμποδίζει να δούμε αυτό που συμβαίνει στο τώρα, να αφουγκραστούμε τα ερεθίσματα γύρω μας, να νιώσουμε το συναίσθημά μας, να ρουφήξουμε τη στιγμή, να έρθουμε σε επαφή με τις αισθήσεις μας, να γελάσουμε, να μοιραστούμε, να διασκεδάσουμε χωρίς φόβο, παράπονο ή ελπίδα αλλά κυρίως με ευγνωμοσύνη – γι’ αυτό που είμαστε, γι’ αυτό που μπορούμε, γι’ αυτό που έχουμε κατακτήσει, γι’ αυτό που είμαστε τυχεροί να απολαμβάνουμε στο παρόν – που όσο επιτρέπουμε στον εαυτό μας να το αναγνωρίσει, τόσο γεμίζουμε ενέργεια και εμπειρίες που συνιστούν την καλύτερη προετοιμασία για όσα δύσκολα μπορεί να ακολουθήσουν.

Η αναβολή σε σχέση με τη χαρά είναι η μεγαλύτερη τιμωρία που επιβάλλουμε στον εαυτό μας, σχεδόν στα όρια της ιεροσυλίας. Τίποτα δεν είναι δεδομένο, τίποτα δεν είναι για πάντα. Κι όσο σπρώχνουμε το χρόνο να περάσει, σαν να μας είναι βάρος, λες και δεν μας ανήκει, φαντάζουμε ανόητοι και κυρίως ανάξιοί του, μιας και αδυνατούμε να συνειδητοποιήσουμε ότι είναι η ζωή μας που σπρώχνουμε, ο προσωπικός μας χρόνος (ευχόμαστε στ’ αλήθεια να τελειώσει;). Κάθε στιγμή μας ανήκει, και είναι χρέος να τη χαιρόμαστε, να την απολαμβάνουμε και να την αξιοποιούμε όσο το δυνατόν καλύτερα, αν θέλουμε να θεωρούμαστε ευφυείς αλλά και να αξίζουμε τα καλά που επιθυμούμε και που αγωνιούμε μήπως τελικά δεν αποκτήσουμε. Δυο πράγματα δεν βλέπει κανείς, επισημαίνει ο Blaize Pascal (2002), αυτό που είναι πολύ κοντά κι αυτό που είναι πολύ μακρυά. Χρειάζεται λοιπόν να πάρουμε τη σωστή απόσταση για να είμαστε σε θέση να τα διακρίνουμε. Κι αν το μακρινό είναι δικαιολογημένα μη ορατό, τι σημαίνει να μη μπορούμε να διακρίνουμε το κοντινό, αυτό που απλώνεται μπροστά στα μάτια μας. Πόσο σώφρονες και άξιοί της καλής μας τύχης μπορούμε να θεωρούμαστε όταν στο όνομα μιας υπόσχεσης που παραμένει ανεκπλήρωτη, προσπερνάμε, εν τέλει κλωτσάμε την ευτυχία που είναι διαθέσιμη στο εδώ και τώρα, προσηλωμένοι στο αέναο κυνήγι μιας στιγμής που ενώ έχουμε επιτρέψει να χαθεί, συνεχίζουμε να επενδύουμε στην αναζήτησή της σε ένα αδιόρατο μέλλον που παραμένει διαρκώς μη προσβάσιμο.

Φώνη Τζιτζιμίκα, Ψυχολόγος

*με αφορμή το απόσπασμα από το βιβλίο του Χρόνη Μίσσιου “Χαμογέλα ρε…τι σου ζητάνε;”

…Έτσι, μ’ αυτήν την κωλοεφεύρεση που τη λένε ρολόι, σπρώχνουμε τις ώρες και τις μέρες σα να μας είναι βάρος, και μας είναι βάρος, γιατί δε ζούμε, κατάλαβες;’ Όλο κοιτάμε το ρολόι, να φύγει κι αυτή η ώρα, να φύγει κι αυτή η μέρα, να έρθει το αύριο, και πάλι φτου κι απ’ την αρχή. Χωρίσαμε τη μέρα σε πτώματα στιγμών, σε σκοτωμένες ώρες που θα τις θάβουμε μέσα μας, μέσα στις σπηλιές του είναι μας, στις σπηλιές όπου γεννιέται η ελευθερία της επιθυμίας, και τις μπαζώνουμε με όλων των ειδών τα σκ… και τα σκουπίδια που μας πασάρουν σαν “αξίες”, σαν “ηθική”, σαν “πολιτισμό”. Κάναμε το σώμα μας ένα απέραντο νεκροταφείο δολοφονημένων επιθυμιών και προσδοκιών, αφήνουμε τα πιο σημαντικά, τα πιο ουσιαστικά πράγματα, όπως να παίξουμε και να χαρούμε μεταξύ μας, να παίξουμε και να χαρούμε με τα παιδιά και τα ζώα, με τα λουλούδια και τα δέντρα, να κάνουμε έρωτα, να απολαύσουμε τη φύση, τις ομορφιές του ανθρώπινου χεριού και του πνεύματος, να κατεβούμε τρυφερά μέσα μας, να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και τον διπλανό μας…Όλα, όλα τα αφήνουμε για το αύριο που δε θα ‘ρθει ποτέ…
Μόνο όταν ο θάνατος χτυπήσει κάποιο αγαπημένο μας πρόσωπο πονάμε, γιατί συνήθως σκεφτόμαστε πως θέλαμε να του πούμε τόσα σημαντικά πράγματα, όπως πόσο τον αγαπούσαμε, πόσο σημαντικός ήταν για εμάς … Όμως το αφήσαμε για αύριο … Για να πάμε που; Αφού ανατέλλει, δύει ο ήλιος και δεν πάμε πουθενά αλλού, παρά μόνο στο θάνατο, και μεις οι μ………., αντί να κλαίμε το δειλινό που χάθηκε άλλη μια μέρα απ’ τη ζωή μας, χαιρόμαστε. Ξέρεις γιατί; Γιατί η μέρα μας είναι φορτωμένη με οδύνη, αντί να είναι μια περιπέτεια, μια σύγκρουση με τα όρια της ελευθερίας μας…”

Βιβλιογραφία:

Μίσσιος, Χρόνης. (1988), “Χαμογέλα ρε……τι σου ζητάνε;” Εκδόσεις Γράμματα.

Pascal, Blaise. (2002), “Σκέψεις”, Μετάφραση Κωστής Παπαγιώργης, Εκδόσεις Καστανιώτη.

Πρώτη δημοσίευση: Άρθρο στο Arts&Antiques CCR

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Search

Πιο δημοφιλή:

Ημερολόγιο
Δεκέμβριος 2024
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 1
2345678
9101112131415
16171819202122
23242526272829
3031