Το ξεκίνημα του σχολείου αποτελεί κομβικό σημείο ως προς την κοινωνικοποίηση και την ανεξαρτητοποίηση κάθε παιδιού. Ωστόσο, συχνά συνοδεύεται από έντονες αντιδράσεις, που πηγάζουν κυρίως από τη δυσκολία αποχωρισμού από το γονιό και την μεταξύ τους σχέση. Η συνθήκη του σχολείου, είναι συναρπαστική παράλληλα όμως και γεμάτη αγωνία, όπως κάθε καινούρια εμπειρία. Το παιδί εισάγεται σε ένα νέο περιβάλλον που αγνοεί αν θα είναι επαρκώς φιλικό και ζεστό όπως το σπίτι, αν οι δασκάλες θα ανταποκριθούν στις ανάγκες του τόσο ικανοποιητικά όσο οι γονείς του, αν τα παιδιά θα αποδεχτούν την παρουσία του. Οι αντιδράσεις των πρώτων ημερών, τα κλάματα και τα παράπονα που μπορεί να αρχίζουν από το σπίτι και να κορυφώνονται στην είσοδο του παιδικού σταθμού, είναι φυσικές και αναμενόμενες συμπεριφορές, αποτέλεσμα της δυσκολίας του να αντέξει τον αποχωρισμό με τους γονείς. Αντίστοιχα και εκείνοι, εμφανίζονται συχνά αμφίθυμοι αναφορικά με το νέο βήμα. Γνωρίζουν ότι η εμπειρία του παιδικού σταθμού είναι σημαντική για το παιδί και βοηθητική για τους ίδιους, παρακολουθούν με υπερηφάνια τις κατακτήσεις του καθώς μεγαλώνει, κοινωνικοποιείται και λειτουργεί μέσα σε ένα σύνολο, μακρυά από την προσοχή και την έγνοια τους. Ωστόσο, την ίδια στιγμή καλούνται να διαχειριστούν τις ανησυχίες που προκαλεί η αυτονόμησή του.
Συνεπώς, γονείς και παιδιά «συμπάσχουν» στη διαδικασία της προσαρμογής, έρχονται αντιμέτωποι με παρόμοια συναισθήματα, σκέψεις και αγωνίες, που αφορούν τις πιθανές αλλαγές που επιφέρει στη σχέση η μεταξύ τους απομάκρυνση. Από τη μεριά του, το παιδί βιωνεί την προσωπική του δυσκολία, και την ίδια στιγμή αντιλαμβάνεται την αντίστοιχη, του γονιού. Τα κλάματα, οι φωνές, η άρνηση αντακλούν τότε εξίσου τη δική του συναισθηματική κατάσταση αλλά αποτελούν και ένα μήνυμα προς τον γονιό ότι παραμένει σημαντικός, και ότι ο αποχωρισμός από εκείνον δεν είναι κάτι εύκολο. Τα συναισθήματα αυτά μπορεί να είναι τόσο έντονα ώστε να φέρουν το γονιό στο σημείο ακόμη και να αμφιβάλλει για την ορθότητα της απόφασής του- όλα υπό το καθεστώς της αναταραχής και των ενοχών που δημιουργεί η αντίσταση του παιδιού. Η ψύχραιμη εκτίμηση της κατάστασης, των αναγκών και των αντιδράσεων που προκύπτουν, καθώς και η σταθερότητα στην αντιμετώπισή τους, αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για την προσαρμογή του παιδιού, η οποία σχετίζεται άμεσα με το βαθμό εμπιστοσύνης προς το περιβάλλον και τους νέους ανθρώπους με τους οποίους έρχεται σε επαφή. Αν ο γονιός δυσπιστεί ως προς τις προδιαγραφές του χώρου και την ικανότητα των παιδαγωγών, το όλο εγχείρημα υπονομεύεται. Παρομοίως, χρειάζεται να αντισταθεί στις έντονες συμπεριφορές και τους χειρισμούς του παιδιού, μη ενδίδοντας στο αίτημά του να μην πάει σχολείο, καθώς στην περίπτωση αυτή η επιστροφή του εκεί καθίσταται ακόμα πιο δύσκολη.
Ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούν στην οικογένεια, όπως η ύπαρξη ή ο ερχομός ενός επιπλέον μέλους, επιτείνουν την ανησυχία του παιδιού για την πιθανή αλλαγή στις ισορροπίες της οικογένειας κατά την απουσία του. Συνεπώς χρειάζεται βοήθεια στο να διαχειριστεί τους επιμέρους λόγους της αναστάτωσής του ώστε να τους ξεπεράσει.
Επομένως, η έννοια του προβλεπόμενου χρόνου προσαρμογής στην πρώτη επαφή με τον παιδικό σταθμό, δεν μπορεί να προσδιορισθεί με απόλυτο τρόπο. Απεναντίας, ορίζεται από τις υποκειμενικές ανάγκες, συνθήκες αλλά και το ρυθμό επεξεργασίας και αφομοίωσης ενός καινούριου περιβάλλοντος, που χαρακτηρίζουν το κάθε παιδί, και τους οποίους οι γονείς καλούνται να συνυπολογίσουν. Οι σταδιακές κατακτήσεις του, όπως το να δεχτεί να κοιμηθεί, να φάει στον χώρο του σχολείου ή να μοιραστεί τις εκεί εμπειρίες του, επιβεβαιώνουν ότι έχει αρχίσει να αποδέχεται την κατάσταση ως μόνιμη και να εμπιστεύεται το νέο περιβάλλον. Η πορεία προς την προσαρμογή μπορεί να ανατρέπεται για λίγο όταν μεσολαβεί η απουσία του Σαββατοκύριακου, ή κάποιες αργίες, ωστόσο απαιτείται συνήθως μόνο ένα μικρό διάστημα ώστε το παιδί να ξανασυνηθίσει τον αποχωρισμό και να ενταχθεί στην ομάδα. Όταν τα μικρά βήματα επισημαίνονται και αναγνωρίζονται, οδηγούν πιο σταθερά στην τελική κατάκτηση.
Συνεπώς, η προετοιμασία και των δυο πλευρών είναι αναγκαία ώστε να ξεκαθαριστεί το «αυτονόητο», ότι πρόκειται δηλαδή για μια κίνηση προς όφελος του παιδιού. Όταν ο γονιός παραμένει σε επαφή με τις δικές του ανησυχίες, κατορθώνει καλύτερα να αναγνωρίσει αλλά και να καθησυχάσει τις αντίστοιχες του παιδιού. Ο χειρισμός της όλης κατάστασης απαιτεί υπομονή, σταθερότητα, εμπιστοσύνη, αλλά και ψυχραιμη εκτίμηση των αντιδράσεων του παιδιού, ώστε να αποδεχτεί σταδιακά την αλλαγή και να απολαύσει την νέα εμπειρία.
Φώνη Τζιτζιμίκα, Ψυχολόγος