Ποικίλες απόψεις έχουν αναπτυχθεί κατά καιρούς αναφορικά με τη χρησιμότητα αλλά και την πολυπλοκότητα της ψυχοθεραπευτικής διαδικασίας. Τοποθετήσεις, που αν και τεκμηριωμένες, δεν μπορούν ωστόσο να υποκαταστήσουν την υποκειμενική άποψη που διαμορφώνεται αναγκαία μέσα από την προσωπική εμπειρία. Άλλωστε, πώς θα μπορούσε κανείς να εκφραστεί με βεβαιότητα ως προς την όποια δυσκολία ή χρησιμότητα μιας διαδικασίας αν δεν έχει την ευκαιρία να τη βιώσει, αν δεν εμπλακεί σε αυτήν ώστε να μπορεί να την αποτιμήσει, να της προσδώσει νόημα, είτε και να την απαξιώσει.
Πέρα από τα όποια επιχειρήματα ή αντεπιχειρήματα υπέρ ή κατά της σημασίας της ψυχοθεραπείας, φαίνεται ότι οι άνθρωποι στρέφονται σε αυτήν, καθένας για τους δικούς του λόγους. Είτε πρόκειται για ένα πιεστικό συμβάν που παρεμβαίνει και ανατρέπει τις δεδομένες ισορροπίες, μια οργανική αναστάτωση με τη μορφή συμπτώματος που δυσκολεύει την ανταπόκριση στις υποχρεώσεις της καθημερινότητας, μια αίσθηση απώλειας ελέγχου σε όσα μέχρις στιγμής εκλαμβάνονταν ως δεδομένα, είτε μια υπαρξιακή αναζήτηση αναφορικά με στόχους και επιλογές, μια εσωτερική ανάγκη κατευθύνει κατά κανόνα την απόφαση δέσμευσης σε μια διαδικασία προσωπική αναζήτησης. Στα πλαίσια αυτής, μια σειρά αρχικών ερωτημάτων απευθύνονται, με τη μορφή αιτήματος, προς τον θεραπευτή, και εμπλουτίζονται από πρόσθετα ζητήματα στην πορεία της διαδικασίας. Στη διάρκεια αυτής της αναζήτησης, δεν είναι λίγες οι φορές που κανείς αιφνιδιάζεται από το είδος των ερωτημάτων που προκύπτουν αναφορικά με τις επιλογές του ή από τα διλήμματα με τα οποία έρχεται αντιμέτωπος, τα οποία θυμίζουν εκκρεμότητες του παρελθόντος στη σχέση του με τους σημαντικούς άλλους. Κομμάτια της ιστορίας του τίθενται μπροστά του, καθώς βρίσκεται αντιμέτωπος στο παρόν με συμπεριφορές που έχει βιώσει στο παρελθόν, ακόμη κι αν οι ρόλοι πλέον εναλλάσσονται με τρόπο τέτοιο ώστε οι συσχετισμοί να φαντάζουν διαφορετικοί. Πιάνει τον εαυτό του να σχετίζεται με τους γύρω του με τρόπους που θυμίζουν παραμέτρους των σχέσεων που έχει βιώσει με τα σημαντικά πρόσωπα της ζωής του, να αναπαράγει άθελά του στάσεις και επιλογές τους, να ομοιάζει μαζί τους με έναν αυτόματο, σχεδόν μαγικό τρόπο. Οι προσωπικές εκκρεμότητες σε επίπεδο συναισθημάτων που δεν εκφράστηκαν και αναγκών που δεν ικανοποιήθηκαν λειτουργούν σαν ανοιχτοί λογαριασμοί που ωθούν σε επαναλήψεις της προσωπικής ιστορίας. Σε μια προσπάθεια να δικαιώσει αναδρομικά όσα έζησε, χάνει την ευκαιρία να αποστασιοποιηθεί από αυτά, να διαχωρίσει όσα είχαν νόημα από όσα τον δυσκόλεψαν, να λειτουργήσει πέρα από μια άκριτη επανάληψη προς μια συνειδητή επιλογή που θα του επιτρέψει να εξασφαλίσει επαρκέστερες ισορροπίες στις σχέσεις με τους γύρω.
Η αναλογία αυτή γίνεται πιο σαφής στην περίπτωση του ενήλικα που αποφασίζει να γίνει γονιός. Σύνθετα ζητήματα γύρω από τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών διαπλέκονται με την προσωπικότητα του ενήλικα και τις ιδιαιτερότητες του χαρακτήρα του, ανακινώντας «ξεχασμένες» αναμνήσεις και συναισθήματα από το δικό του μεγάλωμα, που επιτείνουν ακόμη περισσότερο τη σύγχυση ως προς τη στάση που θα κρατήσει. Μέσα από τη ιδιότητα του γονιού, αναβιώνει τη δική του παιδική ηλικία, με όλα τα θετικά αλλά και πιο σκοτεινά σημεία που ίσως δεν είχε την ευκαιρία να επεξεργαστεί και τα οποία ξανατίθενται μπροστά στα μάτια του τη στιγμή που καλείται να λειτουργήσει ως ενήλικας, να λάβει αποφάσεις αλλά και να διαχειριστεί συνολικά τη σχέση του με το παιδί, εν τέλει να αντισταθεί ώστε να μην συμπαρασυρθεί σε μια μηχανική αναβίωση συμπεριφορών ή αντιδράσεων που συνιστούν περισσότερο επανάληψη των προσωπικών του εμπειριών παρά μια αυθεντική ανταπόκριση στην παρούσα σχέση του με το παιδί.
Η σχέση αυτή αποτελεί λοιπόν μια επιπλέον πρόκληση, καθώς συχνά «επιβάλλει», λόγω της σπουδαιότητάς της, να ανατρέξει κανείς στην προσωπική του ιστορία. Να θυμηθεί συναισθήματα και σκέψεις και να διατυπώσει ερωτήματα αναφορικά με δικά του βιώματα, με όσα τον δυσκόλεψαν ή τον βάρυναν στο μεγάλωμά του. Ανακαλύπτοντας κομμάτια της προσωπικής του ιστορίας που ξαναζεί, από τη θέση του γονιού πλέον, αναπόφευκτα έρχεται αντιμέτωπος με αυτό που καλούμε «επεξεργασία» και το οποίο συνίσταται στο να αναλογιστεί γεγονότα του παρελθόντος, να εκφράσει παράπονα και να αναζητήσει απαντήσεις. Τί είναι αυτό που έκανε τους γονείς του να συμπεριφερθούν με συγκεκριμένους τρόπους, να κρατήσουν τη στάση που κράτησαν, να μην ανταποκριθούν σε αυτό που εκείνος χρειαζόταν? Η ερμηνεία είναι πολλές φορές αναγκαία όχι τόσο σαν δικαιολόγηση, σαν τρόπος να απαλλάξουμε κάποιον από τις ευθύνες, όσο σαν ευκαιρία να τεθούν σε σωστότερη διάσταση οι ευθύνες που υποθέτει ή έχει κανείς σιωπηλά πεισθεί ότι του αναλογούν. Άλλωστε είναι συχνό φαινόμενο για ένα παιδί, αντιμέτωπο με ελλείψεις και παραλείψεις του κηδεμόνα να ερμηνεύει την κατάσταση που βίωσε ως κάτι που το ίδιο δεν έκανε σωστά, ως προσωπική ανεπάρκεια καθώς νιώθει ότι απέτυχε να τον κινητοποιήσει ώστε να ανταποκριθεί καλύτερα σε όσα χρειαζόταν.
Την «επανάληψη» αυτή μπορεί κανείς να διαπιστώσει σε πολλές από τις σχέσεις που διαμορφώνει με τους γύρω του. Συμπεριφορές που μοιάζουν στιγμιαίες ή τυχαίες συνιστούν συχνά σταθερούς τρόπους ή παγιωμένες συνθήκες που προκύπτουν ξανά και ξανά στις σχέσεις μας, επιβεβαιώνοντας το συσχετισμό τους με όσα έχουμε ζήσει παλαιότερα στο κοντινό μας περιβάλλον. Αναλογιζόμενος κανείς λεπτομέρειες του παρελθόντος συνειδητοποιεί με ποιόν τρόπο κομμάτια της ιστορίας του «ταιριάζουν» με συμπεριφορές που υιοθετεί στο παρόν, προς το σύντροφο, τους φίλους ή τους συναδέλφους. Η ιστορία επαναλαμβάνεται όπως λέγεται συχνά, υπό τη μορφή ακατέργαστων εμπειριών που μας ακολουθούν σαν βάρος σε κάθε επόμενη εμπειρία.
Ο Σαρτρ, σε μια συνέντευξή του, αναλύοντας τη χαρακτηριστική φράση «Η κόλαση είναι οι άλλοι», αναφέρθηκε στο «κοινωνικό πλαίσιο προέλευσης κάθε ατόμου ως απαίτηση για υποταγή σε ένα προδιαγεγραμμένο, δοσμένο σχήμα ύπαρξης ορισμένο στενά από τις προδιαγραφές και τους περιορισμούς που η καταγωγή του επιβάλλει». Σχολιάζοντας τη «μοιρολατρικότητα αυτού του εγκλωβισμού» μίλησε επίσης για την «πρόκληση να δοκιμάσει καθένας να διευρύνει τις πεπερασμένες επιλογές και τα σχήματα μέσα στα οποία μπορεί να κινηθεί, φτιάχνοντας τη δική του κόλαση, δηλαδή ένα δικό του πλαίσιο δράσης».
Τολμώντας μια ελεύθερη προσέγγιση αυτής της τοποθέτησης, θα μπορούσαμε να ερμηνεύσουμε αυτήν την «κληρονομικότητα» ως τον εγκλωβισμό του ατόμου στην επανάληψη της προσωπικής ιστορίας με όλες τις ανεπεξέργαστες εμπειρίες που αυτή περιλαμβάνει. Όσα βιώσαμε χωρίς να έχουμε την ευκαιρία να σκεφτούμε, αποτελούν κομμάτι μιας κληρονομίας που έχουμε υιοθετήσει χωρίς να έχουμε την ευκαιρία να κατανοήσουμε ή να αμφισβητήσουμε. Η ενηλικίωση συνιστά την πρόκληση να ξεφύγουμε από αυτά, σπάζοντας τον περιορισμένο κύκλο, το φράγμα που επιβάλλουν οι επιλογές και οι στερήσεις που ζήσαμε. Να δώσουμε στον εαυτό μας τη δυνατότητα να τις σκεφτούμε και να τις διερευνήσουμε. Να αναζητήσουμε τις απαντήσεις που δεν πήραμε ποτέ. Ίσως γιατί δεν τολμήσαμε να θέσουμε τις ερωτήσεις που μας αφορούσαν, εκλαμβάνοντας τη σιωπή και την αποφυγή ως προστασία από όσα μας πλήγωσαν, προσποιούμενοι ότι δεν συνέβησαν.
Ωστόσο οι λέξεις, που συχνά προκαλούν φόβο μιας και δίνουν σάρκα και οστά στα όσα ζήσαμε, είναι αυτές που ουσιαστικά αποδυναμώνουν τα συμβάντα. Είναι αυτές που θα μας επιτρέψουν να αναλογιστούμε όσα στερηθήκαμε και έχουμε ανάγκη να αναζητήσουμε, να αναγνωρίσουμε τί έγινε λάθος, τι δεν πήγε σωστά ώστε να μην ξαναζήσουμε όσα μας έχουν πληγώσει. Έτσι ώστε να διαμορφώσουμε νέες επιλογές, σε ένα καινούριο σκηνικό, όπου τα γεγονότα θα εκτυλιχθούν διαφορετικά, κι όπου οι ρόλοι που θα υιοθετήσουμε θα είναι ουσιαστικά ενήλικοι, με το περιεχόμενο που θα επιλέξουμε να περιλαμβάνουν ώστε να μας αναλογούν δικαιωματικά.
Φώνη Τζιτζιμίκα, Ψυχολόγος
Βιβλιογραφία:
Ζαν Πωλ Σαρτρ (2010) Ο υπαρξισμός είναι ανθρωπισμός. Εκδόσεις Δαμιανός.
Πρώτη δημοσίευση: Άρθρο στο Arts&Antiques CCR