Η σιωπή είναι μια παρεξηγημένη έννοια. Ιδιαίτερα στη σημερινή εποχή οπού η προβολή και η διεκδίκηση της προσοχής αποτελεί συχνά αυτοσκοπό, όχι μόνο στο άμεσο πεδίο της κοινωνικής επαφής ή στο πλαίσιο του ανταγωνισμού που κυριαρχεί στο χώρο της εργασίας, αλλά ακόμη περισσότερο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Εκεί το μοίρασμα μιας σκέψης ή μιας εικόνας αποσκοπεί στο να ξεχωρίσουμε ως προς το ποιοι ή το που είμαστε, να προκαλέσουμε μια αντίδραση, υπενθυμίζοντας την παρουσία μας σε γνωστούς και αγνώστους. Υπό αυτό το πρίσμα, η σιωπή συνιστά μια μορφή εσωστρέφειας που δυναμιτίζει την επικοινωνία καθώς είναι ασύμβατη με τη λογική της ανάδειξης, της ανέλιξης, ή ακόμη και της επιβολής.
Στο πεδίο των διαπροσωπικών σχέσεων, η σιωπή είναι συχνά συνυφασμένη με το φόβο να εκφράσει κανείς αρνητικά συναισθήματα, να διεκδικήσει, να αντιδράσει ή να υπερασπιστεί τον εαυτό του ανταπαντώντας στα πλαίσια μιας διαφωνίας ή σύγκρουσης. Πρόκειται για μια μορφή παθητικής επιθετικότητας όπως σε έναν τσακωμό όπου κανείς έρχεται αντιμέτωπος με ένα παγωμένο ανέκφραστο πρόσωπο, με μια γυάλινη έκφραση χωρίς συναίσθημα, με μια απάθεια που μοιάζει προκλητική λόγω της μη συμμετοχής, της ανικανότητας, της άρνησης του συνομιλητή να αποκριθεί στο συναίσθημα που εκφράζουμε. Η απάθεια και η ουδετερότητα ισοδυναμούν με ειρωνεία ή προσβολή που πυροδοτεί υπογείως το θυμό και τη σύγκρουση.
Άλλοτε η σιωπή συνιστά μια μορφή αυτοεγκλωβισμού. Υπό το φόβο της διαφωνίας ή και της δυνητικής απόρριψης, αποφεύγει κανείς να μοιραστεί σκέψεις, ιδέες, πεποιθήσεις, να εκφράσει αυτό που νιώθει προς ένα πρόσωπο ή μια κατάσταση, καθώς η αυτο-αποκάλυψη κινδυνεύει να μας εκθέσει στην αντίδραση του άλλου που δεν μπορεί να προβλεφθεί ή να ελεγχθεί εκ των προτέρων. Η σιωπή μετατρέπεται σε ψευδή άμυνα που λειτουργεί σαν φυλακή, μια μορφή τιμωρίας που στερεί τη χαρά, την ανακούφιση, ενίοτε τη λύτρωση που συνεπάγεται το μοίρασμα και η επικοινωνία.
Ωστόσο, παρά το αρνητικό της φορτίο, δεν παύει να συνιστά αναγκαία αρετή στις στενές διαπροσωπικές σχέσεις. Η σιωπή είναι αυτό που αποζητά κανείς από έναν φίλο σε μια δύσκολη στιγμή. Όταν τα πράγματα ξεφεύγουν αναζητούμε αυτόν που μπορεί να μας ακούσει, να νιώσει αυτό που θέλουμε να μοιραστούμε χωρίς να σπεύσει να συμβουλεύσει ή να αντιπαραβάλλει τη δική του ιστορία. Έχουμε ανάγκη από κάποιον που θα αντέξει να κουβαλήσει το βάρος που βιώνουμε χωρίς να αναστατωθεί ή να θυμώσει εξίσου ή περισσότερο από εμάς, που θα ακούσει με ψυχραιμία όσα παραθέτουμε, αντιστεκόμενος στην αγωνία να μας προστατεύσει από τη θλίψη ή την προδοσία που έχουμε υποστεί, να αντιδράσει έντονα ή παρορμητικά προκειμένου να νιώσει χρήσιμος ή να εκτονώσει, συχνά χωρίς να το συνειδητοποιεί, ένα παλιότερο ή πιο πρόσφατο αντίστοιχο δικό του φορτίο. Η σιωπή στις περιπτώσεις αυτές δε συνιστά αδυναμία, απόσυρση ή αδιαφορία. Απεναντίας είναι αποτέλεσμα σύνεσης και ενσυναίσθησης απέναντι στο πόνο ή την ταραχή του άλλου.
Η σύσταση των γηραιότερων ότι η σιωπή είναι χρυσός μας υπενθυμίζει την αξία του να μπορεί κανείς να ακούσει, να συγκρατήσει την παρόρμηση να απαντήσει, να αντιδράσει, να ανταποδώσει, αφήνοντας χώρο και χρόνο να επεξεργαστεί τη σκέψη πριν την εκφράσει, να ζυγίσει αυτό που θα δηλώσει, φιλτράροντας το συναίσθημα ώστε να μην εκτονωθεί, αποφεύγοντας να λειτουργήσει ως καταλύτης ενός ξεσπάσματος που μόλις έχει ξεκινήσει. Η σιωπή στην περίπτωση αυτή είναι συνυφασμένη με την υπομονή, όχι με την έννοια της αδυναμίας αλλά ως ανθεκτικότητα, που δίνει χώρο και χρόνο να καταλαγιάσουν τα πνεύματα. Είναι μια στάση ωριμότητας που προωθεί την αυτοσυγκράτηση ως αναγκαιότητα, προκειμένου να αποφευχθεί μια σύγκρουση που είναι πολύ πιθανό κανείς να μετανιώσει όταν η ένταση καταλαγιάσει.
Με τον ίδιο τρόπο λειτουργεί κατευναστικά όχι μόνο σε αναφορά με κάποιον άλλον, αλλά εξίσου και σε σχέση με τον εαυτό μας, στη διαχείριση συναισθημάτων και εσωτερικών παρορμήσεων. Πρόκειται μια εσωτερική σιωπή, που αντανακλά την ικανότητα για αυτοσυγκράτηση και ανασυγκρότηση όταν τα πράγματα γίνονται πιεστικά, όταν τα συναισθήματα μας κατακλύζουν ή μοιάζουν να ξεφεύγουν από τον έλεγχό μας. Χαρακτηριστική ως προς αυτό είναι η αναφορά του Κώστα Γκοτζαμάνη, ψυχίατρου και προσφιλούς συνεργάτη, που έφυγε πρόσφατα από τη ζωή αλλά άφησε πλούσια παρακαταθήκη εμπειριών και διδαγμάτων: σε μια *συνέντευξη με αφορμή ένα προσωπικό βίωμα της νεότητάς του, διηγείται ένα περιστατικό όπου ως νέος πατέρας βίωσε την παρόρμηση να αποπάρει την κόρη του, την οποία ωστόσο κατάφερε να τιθασεύσει. Συνοψίζοντας το περιστατικό, με το δικό του μοναδικό τρόπο να εξάγει διαχρονικά συμπεράσματα με αφορμή συμβάντα της καθημερινότητας, σχολιάζει: “Η σιωπή παίρνει τη βάση. Αν επιλέξεις να μιλήσεις, μπορεί να πάρεις δέκα αλλά μπορεί να πάρεις και δύο.” Μια περιεκτική και χρήσιμη υπενθύμιση ότι η σιωπή, όσο κι αν τείνει να δαιμονοποιείται, δεν είναι πάντα τόσο κακή ιδέα.
*Σύνδεσμος:
Συνάντηση με τον Κώστα Γκοτζαμάνη (Β’ Μέρος) (12/12/2021) – YouTube
[Στιγμιότυπο: 39΄ 40΄΄ με 42΄ 40΄΄]
Φώνη Τζιτζιμίκα, Ψυχολόγος
Πρώτη δημοσίευση: Άρθρο στο Arts&Antiques CCR