Τα ψέματα στην ψυχοθεραπεία

Αν και η απόφαση να επικοινωνήσει κανείς με ψυχολόγο είναι μια πολύ προσωπική υπόθεση, συμβαίνει συχνά η προτροπή κάποιου τρίτου να είναι αυτή που δίνει την τελική ώθηση. Ωστόσο, ακόμα και σε αυτήν την περίπτωση υπάρχει πάντα ένα υποβόσκον προσωπικό κίνητρο που όσο κι αν δεν είναι αρκετά ισχυρό δεν απουσιάζει πλήρως, μιας και στην ψυχοθεραπεία κανείς προσέρχεται κυρίως από μια εσωτερική ανάγκη να ξεδιπλώσει τη δική του αλήθεια. Το ζήτημα αυτό της αλήθειας έναντι του ψέματος ή της πιθανής διαστρέβλωσης γεγονότων που φέρνει κανείς στις συνεδρίες ανακινεί ερωτήματα αναφορικά με την ικανότητά του ψυχολόγου να διακρίνει και να διαχειριστεί το “υλικό” που έρχεται στην ψυχοθεραπεία έτσι ώστε να μην ακυρωθεί το νόημα της διαδικασίας. Είτε πρόκειται για απορία ενός εν δυνάμει θεραπευόμενου, που έχει ανάγκη να αποτιμήσει προκαταβολικά την εγκυρότητα της διαδικασίας αναζητώντας διαβεβαιώσεις και δικλείδες σχετικά με το αν και κατά πόσο μπορεί ο ψυχολόγος να διαχειριστεί δυνητικές παγίδες ή τρικλοποδιές που ο ίδιος θεωρητικά μπορεί να θέσει. Είτε προκύπτει ως αγωνία για ένα φιλικό ή συγγενικό πρόσωπο που βρίσκεται σε θεραπεία για το οποίο κανείς ανησυχεί ως προς την πρόθεση ή την ικανότητα να παραθέσει με ειλικρίνεια όσα συμβαίνουν ή τον αφορούν, εν τέλει ως προς την ικανότητα να έχει επίγνωση της δικής του στάσης που θα του επιτρέψει να είναι ειλικρινής ως προς την περιγραφή της συμπεριφοράς του, το ερώτημα παραμένει: Είναι άραγε ο ψυχολόγος σε θέση να διακρίνει το ψεύδος πίσω από τα λεγόμενα του θεραπευόμενου; Κατά πόσο μπορεί να βοηθήσει κάποιον που αποσιωπά, παραποιεί, διαστρεβλώνει ή μοιράζεται μερικώς τα γεγονότα που τον αφορούν, ακόμη κι αν αυτό δε συνεπάγεται απαραίτητα μια σκόπιμη απόκρυψη γεγονότων ή βιωμάτων που διηγείται;

Πολύ συχνά, πίσω από αυτό που ορίζουμε ως αντικειμενική πραγματικότητα, κρύβεται μια υποκειμενική ερμηνεία που διαμορφώνει ή χρωματίζει τα γεγονότα και που συνιστά αυτό που ορίζουμε ως προσωπική εμπειρία. Η έννοια του ψέματος που μπορεί να ειπωθεί στα πλαίσια μιας θεραπευτικής σχέσης χρειάζεται να προσδιοριστεί σε σχέση με το νόημα ή το κίνητρο του ατόμου που το διατυπώνει, μιας και η εμπειρία της ψυχοθεραπείας αναπόφευκτα προκαλεί αμηχανία ή ακόμη και καχυποψία αναφορικά με ζητήματα εχεμύθειας, υπό τον “κίνδυνο” της αυτο-αποκάλυψης. Επομένως τα ψέματα ή οι παραλείψεις στην περιγραφή ή τη διήγηση ενός συμβάντος προκύπτουν συχνά ως απόρροια της δυσκολίας να μοιραστεί κανείς πιο μύχιες σκέψεις. Άλλωστε, όσα λέγονται δεν στοχεύουν μόνο στο πρόσωπο του θεραπευτή αλλά συνάμα αντανακλούν την ανάγκη του ατόμου να αποκρύψει ή να στρογγυλέψει τα πράγματα πρωτίστως για τον εαυτό του – ένας θεμιτός δισταγμός που ξεπερνιέται σταδιακά όσο κανείς εξοικειώνεται με το πρόσωπο και τη διαδικασία, χτίζοντας την εμπιστοσύνη στο πλαίσιο της συνεργασίας.

Ο ρόλος του ψυχολόγου δε συνίσταται στο να δίνει συμβουλές ή κατευθύνσεις, τουλάχιστον όχι συστηματικά. Αυτό που κυρίως κάνει – όταν τα πράγματα λειτουργούν σωστά ως προς τη θέση του και τη σχέση που αναπτύσσει με το θεραπευόμενο – είναι να βοηθήσει το άτομο να αντιληφθεί τις ανάγκες και τα συναισθήματά του. Επομένως είτε πρόκειται για πράγματα που κάποιος κρύβει εκούσια ή ακούσια δυσκολευόμενος να τα αποκαλύψει ακόμη – είτε πρόκειται για ψέματα εξαπάτησης, όπου κανείς σκόπιμα, εν γνώση του και εξακολουθητικά παραποιεί ή παρουσιάζει μια στρεβλή εικόνα γεγονότων και καταστάσεων προκειμένου να ξεγελάσει – ποιον αλήθεια; – σύντομα προκύπτουν αντιφάσεις και παράδοξα στα λεγόμενα ή στη συμπεριφορά του που φέρνουν στην επιφάνεια την όποια αλήθεια επιθυμεί, σκόπιμα ή μη, να συγκαλύψει. Ακόμη όμως και στην περίπτωση που κανείς υιοθετεί ένα “προσωπείο” ως δική του πραγματικότητα, υπό μορφή ρόλου σε θεατρικό έργο – με σταθερό και πιστό κοινό τον ψυχολόγο – το ψέμα που υιοθετεί έχει ένα βαθύτερο νόημα για τον ίδιο. Ενδεχομένως αντανακλά ποιος θα ήθελε να είναι, ή ποιος πιστεύει ότι περιμένουν οι άλλοι να είναι προκειμένου να εισπράξει επιβράβευση, αποδοχή, συμπόνοια ή όποιο άλλο συναίσθημα επιδιώκει να κινητοποιήσει προς το πρόσωπό του. Σε κάθε περίπτωση, η όποια επιλογή “σκηνοθεσίας” δεν είναι τυχαία. Αντίστοιχα τα όποια “ψευδή” δεδομένα, μέσα από τις αντιφάσεις που μπορεί να εμπεριέχουν,συνιστούν κομμάτι της πραγματικότητας του ατόμου, αποτελούν μέρος της εικόνας που συνθέτει για τον εαυτό του και η οποία αποκαλύπτει σε κάποιο βαθμό ένα προσωπικό του ζητούμενο. Συνεπώς προσφέρονται για ανάλυση και ερμηνεία καθώς, όσο κι αν μοιάζει να αποπροσανατολίζουν, φέρουν νοήματα στα οποία και στοχεύουν οι όποιες παρεμβάσεις.

Ο ψυχολόγος δεν αναζητά ως ντετέκτιβ την αλήθεια των γεγονότων. Τα σχόλια και οι ερμηνείες του δε βασίζονται στην ακριβή καταγραφή των συμβάντων αλλά στο συναίσθημα που προκάλεσαν, στις πεποιθήσεις που διαμόρφωσαν και στα μοτίβα που παγίωσαν. Ενίοτε, ανάλογα με τη θεωρητική του κατεύθυνση, έχει ένα επιπλέον εργαλείο στη διάθεσή του που αφορά στην αποκωδικοποίηση όχι τόσο όσων λέγονται, όσο αυτών που δε λέγονται – που συνιστούν την μη λεκτική συμπεριφορά όπως συνηθίζουμε να ορίζουμε στην καθημερινότητα, όλων δηλαδή όσων μεταφέρονται ή διαμείβονται σε ένα εξωλεκτικό πλαίσιο, στη σχέση θεραπευτή θεραπευόμενου, και τα οποία δίνουν νόημα και περιεχόμενο, επικυρώνουν ή θέτουν υπό αμφισβήτηση, εν τέλει συμπληρώνουν και αποσαφηνίζουν όσα το άτομο ισχυρίζεται για τον εαυτό του. Υπό αυτό το πρίσμα, το ψέμα αντί να συνιστά εμπόδιο, λειτουργεί ως κομμάτι της ιστορίας του θεραπευόμενου, που μπορεί να οδηγήσει, ενδεχομένως μέσα από πιο δύσβατα και μακρυνά, ωστόσο εξίσου ασφαλή μονοπάτια, στη δική του αλήθεια, που είναι από τα βασικά ζητούμενα της θεραπείας.

Φώνη Τζιτζιμίκα, Ψυχολόγος

Πρώτη δημοσίευση: Άρθρο στο Arts&Antiques CCR

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Search

Πιο δημοφιλή:

Ημερολόγιο
Οκτώβριος 2024
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 123456
78910111213
14151617181920
21222324252627
28293031